Πολλά αυτά που θα’ θελα να πω,
Που δεν τολμώ ακόμα,
Ή για να είμαι ειλικρινής …
Δεν είναι ότι δειλιάζω, αλλά να ..,
Φοβάμαι μην πληγώσω με την αλήθεια
Τη φαρμακερή, τη μόνη που λατρεύω,
Ανάμεσα στις πλάνες τις ανακουφιστικές
Που πλάθουν τη ζωή μας.
Ολους αυτούς που δίπλα μου
Αρκούνται σ’ αυταπάτες,
Για να μπορούν να στέκονται στητοί και
Δήθεν μεγαλόσχημοι,
Σε έδρανα και τελετές
Χωρίς καθόλου αυτοκριτική
Και νόημα πατρίδας,
Αυτούς λοιπόν που μέσα μου
Παρόλο που τους κρίνω,
Δεν λοιδορώ ούτε μισώ
Μα όμως τους φοβάμαι,
Μήπως αν τους πληγώσω, ορμώντας με ρημάξουν
Καθώς τα λόγια μου δεν θα’ χουν στήριξη
Άλλη από εμένα και τότε,
Το άντρο μου και η φωλιά απ’ την οποία εξορμώ
Γίνει γνωστή και άλλο πια δεν θα μπορώ εκεί,
Να ζω, καθώς θα με εξώσουν.
Όχι λοιπόν πριν οχυρώσεις τελειώσω
Απόρθητες και άτρωτες σε γκρέμισμα και ύβρεις,
Δεν θα κραυγάσω όπως ποθώ αυτά που πρέπει ν’ ακουστούν.
Και μη βιάζεστε να κρίνετε δειλία το σχέδιό μου,
Η τακτική είναι κι αυτή δείγμα της μάχης θαυμαστή,
Που όταν έλθει είναι κουτό να φεύγεις ηττημένος,
Κι ενώ μπορούσες ψύχραιμα όλα να τα προβλέψεις,
Βιάστηκες να εκτεθείς και σε κατατροπώσαν.
Λίγο ακόμα υπομονή ρισκάροντας το χρόνο
Που απομένει για να ζω μήπως και δεν προλάβω,
Θα έλθει, το υπόσχομαι η ώρα η μεγάλη
Που ότι νιώθω θα το πω ελπίζοντας στο φίμωμα
Των παραπλανημένων, των ύπουλων και των χαζών,
Όχι για να τους σώσω απ’ το σκοτάδι που έχυσαν
Γύρω απ’ το πέρασμά τους, αλλά για να σωθούν τα πρόβατα
Τα αγαθά, που μόνο αυτούς γνωρίσαν,
Και οδηγούνται στον γκρεμό καθώς τυφλά ακολουθούν
Αυτούς που μόνο φιλοποίμενες δεν είναι
Κι ανεύθυνα επαίρονται πως είναι φωτισμένοι.