Η βάση του πολιτισμού είναι η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Είτε αυτή εκδηλώνεται σε μικρό κύκλο όπως ο οικογενειακός, είτε σε ευρύτερα κοινωνικό όπως ο εργασιακός, ο τελετουργικός, ο πολιτικός ή ο διαδηλωτικός, είναι το θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνικής φύσεως του ανθρώπου. Με την επικοινωνία κατορθώνεται η πρόοδος της ανθρωπότητας και με την επικοινωνία αμβλύνονται αντιθέσεις που αν αφεθούν αχαλίνωτες οδηγούν σε σύγκρουση. Στη σημερινή εποχή η επικοινωνία έχει βρει τέτοιες οδούς έκφρασης, που όλη σχεδόν η ανθρωπότητα μπορεί να πληροφορηθεί τα πάντα ηλεκτρονικά και άμεσα πλην όμως η επικοινωνία έχει μεταλλαχθεί σε μια απρόσωπη δραστηριότητα που ετεροβαρώς συσσωρεύεται ως γεγονότα στον αποδέκτη συγκριτικά με την ανάδραση αυτού προς την πηγή του μηνύματος. Σε σύγκριση με τους περασμένους αιώνες, η πλειονότητα της ανθρωπότητας σήμερα απολαμβάνει επίπεδο ζωής αφάνταστα υψηλότερο από τους προγόνους της και ένα από τα γνωρίσματά του είναι και η δυνατότητα επιλογής λήψης μηνυμάτων από μια άπατη δεξαμενή άντλησης.
Από το λυκαυγές της ιστορίας μέχρι σήμερα, ο άνθρωπος επιθυμούσε να αφήνει μαρτυρίες της ύπαρξής του, των τεχνουργημάτων του και των σκέψεών του. Ιδού λοιπόν η γένεση της ιστορίας, της επιστήμης, των τεχνών, της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας. Ουδείς και ουδέν από τον άπειρο αριθμό των καταγραφέντων και καταγραφημάτων αντίστοιχα στόχευε στο να επιφέρει βλάβη στην ανθρωπότητα. Όλα εξικνούντο από την πρόθεση του δημιουργού να βελτιώσει τον κόσμο. Το αν τα κατάφερε είναι άλλη θεώρηση. Κάθε έργο από αυτά αποτιμήθηκε (και αποτιμάται) στην αέναη πορεία της ιστορίας και τα ονόματα όλων αυτών των δραστηριοποιηθέντων έχουν καταγραφεί και πολλών σημερινών βρίσκονται στην επικαιρότητα. Αν η υγιής φιλοδοξία του να ακουστεί η σκέψη ενός σκεπτόμενου ανθρώπου από την κοινωνία είναι το ζητούμενο, η εκπλήρωση όμως αυτού του σκοπού δεν είναι κατοχυρωμένη. Οσο σωστή και αν είναι μια σκέψη κάποιου, για να βρει απήχηση πρέπει να φθάσει σε ικανό αριθμό αποδεκτών προκειμένου να έχει κοινωνική επίδραση. Αναγκαίο βήμα για κάτι τέτοιο είναι η αναγνωρισιμότητα του προσώπου για να τον προσέξουν και αυτό επιτυγχάνεται με πολλούς και ποικίλους τρόπους, θεμιτούς ή αθέμιτους. Όμως το θέμα μας εδώ δεν είναι κάποιος οδηγός για να γίνει κάποιος δημόσιο πρόσωπο, ούτε τεχνάσματα για να επιτύχει την προσοχή του κοινού (αν και τέτοια κατά κόρον χρησιμοποιούνται και από εμβριθείς και από κενόδοξους). Το θέμα μας είναι το πως στεκόμαστε απέναντι στη σημερινή (πρωτοφανή ιστορικώς) πλημμυρίδα των δημοσιολογούντων και στο τι χρήσιμο και εφαρμόσιμο καταστάλαγμα μπορούμε να αποκομίσουμε από τις διαλαλήσεις τους.
Προκειμένου όμως να είμαστε δίκαιοι στοχαζόμενοι και αποτιμώντας την ανθρώπινη πρόοδο ανά τους αιώνες, οφείλουμε να ευγνωμονούμε και να σεβόμαστε όλους αυτούς τους ανώνυμους εργάτες, τεχνίτες και πολεμιστές, ανεξαρτήτως της ιεραρχικής τους βαθμίδας, διότι χωρίς αυτούς η οποιαδήποτε έμπνευση δεν θα υλοποιούνταν για χρήση. Οι θαυμαστοί ναοί της αρχαιότητας, τα αρδευτικά κανάλια, τα χυτευμένα μέταλλα, τα αγροτικά εργαλεία, τα ναυπηγήματα, τα μηχανήματα όλα μα όλα απαιτούσαν σκληρή δουλειά και επιδέξια χέρια. Ο Παρθενώνας δεν σκαλίστηκε από τον αρχιτέκτονά του, η Πέτρα στην Ιορδανία δεν λαξεύτηκε στον βράχο από απλούς χειρώνακτες, ο Επικούρειος Απόλλωνας δεν φτιάχτηκε στην ερημιά από βοσκούς, το Ανγκορ Βάτ δεν ξεφύτρωσε μόνο του στη ζούγκλα, τον πύργο του Αϊφελ δεν τον συναρμολόγησε ο Αϊφελ, ο μηχανισμός των αντικυθήρων δεν φτιάχτηκε από έμπορο, το άγαλμα της ελευθερίας δεν στήθηκε μόνο του, όλα μα όλα απαιτούσαν μυαλό, μάτια και χέρια σε τέλειο συντονισμό. Αφήνουμε κατά μέρος τους εμπνευστές και σχεδιαστές όλων αυτών μια και για τα περισσότερα είναι γνωστοί και δοξασμένοι οπότε ας μην περιττολογήσουμε. Εκατομμύρια ψυχές συνέβαλλαν στο να διαφυλάττουμε σήμερα την πολιτιστική κληρονομιά μας. Και αν για τα στρατεύματα του κακού επιθυμούμε τον αφανισμό τους, πως μπορούμε να μη σεβαστούμε π.χ. τους Ελληνες που απέκρουσαν τους Πέρσες, τους στρατιώτες του Αλέξανδρου, τους Φράγκους του Καρόλου-Μαρτέλου που αναχαίτισαν στο Πουατιέ τη μουσουλμανική πλημμυρίδα, τους ναύτες που διέλυσαν τους Οθωμανούς στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, τους Ελληνες χωρικούς που έφεραν την ελευθερία το 1821, τα νιάτα που νίκησαν στους Βαλκανικούς πολέμους ή στα βουνά της Πίνδου το 1940; Αν δεν αναλογιστούμε τη σημασία της θυσίας όλων αυτών τότε ο πολιτισμός είναι κολοβός. Και σεβόμενοι τη συμβολή τους στον πολιτισμό θα γίνουμε σοφότεροι για να ακούμε και να εφαρμόζουμε μόνο τα χρήσιμα απ’ αυτά που μας λένε είτε οι απλοί και άσημοι είτε οι μεγαλόσχημοι και σοφοί.
Όλα τα παραπάνω σταχυολογήματα τα παρέθεσα διότι αποτέλεσαν πράξη εφαρμογής κάποιου σχεδίου, στρατηγήματος και εν τέλει απόρροια της εκάστοτε επικρατούσας ιδεολογίας. Αν αυτοί που εκπονούν το σχέδιο δράσης έχουν πραγματικά κάτι σοφό και χρήσιμο να προτείνουν τότε ναι, ας το ακολουθήσουμε υπό την αρχηγεσία τους.
Και στο σημείο αυτό γεννάται το πολύπλοκο και δύσκολο να απαντηθεί ερώτημα του ποια η σημαντικότητα της επικοινωνίας των ανθρώπων και σε τι τελικά αυτό μετουσιώνεται για να συμβάλλει στην ευζωία. Δηλαδή ποια σημασία έχει η ανταλλαγή απόψεων επί παντός επιστητού, από τις γαστριμαργικές προτιμήσεις μέχρι τις εθνικές απόψεις ή το παγκόσμιο γίγνεσθαι, που πολλές φορές καταλήγει σε αντιπαραθέσεις και οξύνσεις ακόμα και σε οικογενειακές συνευρέσεις, ή σε κοινωνικές εκδηλώσεις; Ακόμα και όταν οι συνομιλούντες είναι επαρκώς καταρτισμένοι, που αποσκοπούν; Στο να κερδίσουν απλώς τις εντυπώσεις ή στο να πείσουν τον άλλο ή τους άλλους για την ορθότητα των ισχυρισμών τους; Και αν τον πείσουν (έστω και χωρίς άμεση παραδοχή από τον άλλον) σε τι αυτό θα χρησιμεύσει για τη βελτίωση της ζωής ή την αντιμετώπιση κάποιου προβλήματος; Θέτοντας τέτοια θεμελιώδη ερωτήματα ακόμα και στη σφαίρα της απλής και ολιγάριθμης συνεύρευσης των ανθρώπων, η αμηχανία και καινούργια ερωτήματα μας κατακλύζουν και η καταφυγή στους αρχαίους φιλόσοφους έρχεται ως μια πιθανή επιλογή. Εύκολα φαντάζεται λοιπόν κάποιος πόση βαρύτητα αποκτούν τέτοια ερωτήματα και πόσο θεμελιώδη σημασία έχουν οι απαντήσεις όταν επεκτείνουμε το συλλογισμό μας στη δημόσια σφαίρα της πληροφόρησης και δημοσιολογίας αν όχι και του πολιτικού διαλόγου ακόμα.
Με άλλα λόγια αν τόσο εμείς οι δέκτες του μηνύματος όσο και οι εκπέμποντές το δεν εμφορούνται από την πεποίθηση ότι αυτό κάπου και κάπως, σίγουρα μπορεί να μετουσιωθεί σε πράξη, τότε το μήνυμα είναι πομφόλυξ, ο μηνυτής κενόδοξος και ο αποδέκτης (αν το αποδεχθεί) αφελής. Προπαγάνδα, παραπληροφόρηση και παραπλάνηση είναι οι κυριότερες αρνητικές και καταστροφικές εκφάνσεις ενός ατελέσφορου και κούφιου μηνύματος.
Στο πεδίο του δημόσιου διαλόγου έχουμε ανταλλαγή απόψεων και σε επίπεδο ανώτερης ποιότητας, παράθεση επιχειρημάτων. Εύκολα κατανοούμε ότι παράγοντες όπως ο εγωισμός, η άγνοια και η φανατική προσκόλληση σε ιδεολογίες δεν συμβάλλουν και το πιθανότερο καταστρέφουν, κάθε προοπτική σύγκλισης ή ταύτισης απόψεων προς επίτευξη κοινού αγαθού, το οποίον βεβαίως είναι το ζητούμενο, διότι αν ζητούμενο δεν υπάρχει, τότε ο διάλογος δεν είναι παρά προφορική προπόνηση παράθεσης λεκτικών αθυρμάτων. Και εδώ λοιπόν γεννώνται τρία μεγάλα ερωτήματα τα οποία πολλές φορές είτε αγνοούμε, είτε καταπνίγουμε μη τυχόν και βρεθούμε προ των ευθυνών μας.
Το πρώτο ερώτημα είναι: Η Εγελιανή θεωρία του σχήματος θέση-αντίθεση-σύνθεση μας βρίσκει σύμφωνους; δεδομένου ότι υπονοεί σαφώς ότι και τα δύο αντιτιθέμενα μέρη μεταλλάσσονται σε μία κοινή καινούργια θέση; Συμμετέχουμε με καλή πρόθεση και προθυμία να μεταλλαχθούμε; Λαμπρή παραδειγματική έκφραση αυτής της τάσης είναι η διπλωματία όπου παρόλο που τα αντιτιθέμενα μέρη είναι αρχικώς αμετακίνητα, η ευτυχέστερη κατάληξη έρχεται με συμβιβασμό παραχωρήσεως μέρους των διεκδικήσεων κάθε μέρους. Στην πραγματική ζωή ομολογώ ότι σπανίως το έχω συναντήσει να γίνεται ανεξαρτήτως των ερμηνειών που δίδουν κατόπιν οι όποιοι αναλυτές αξιολογώντας τέτοιες καταστάσεις βάσει ιστορικών εργαλείων. Στην κοινωνική ζωή ο ρεαλισμός της διπλωματίας δεν υφίσταται και τα πάθη καθηλώνουν τις αντιτιθέμενες απόψεις σε απόρριψη του άλλου και σε μίσος.
Το δεύτερο ερώτημα είναι: Θέλουμε πραγματικά να πείσουμε το συνομιλητή μας να αποδεχθεί τα επιχειρήματά μας, την ιδεολογία μας, την κοσμοθεώρησή μας; Να τον μεταμορφώσουμε με άλλα λόγια σε ένα ομοϊδεάτη μας; Για να επιδιώκουμε βεβαίως κάτι τέτοιο εξυπακούεται ότι είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι (δικαίως ή αδίκως, αδιάφορο για τώρα) για την ορθότητα και ωφελιμότητα των απόψεών μας. Στην πραγματικότητα έστω και αν δεν το ομολογούμε ανοιχτά αυτός είναι ο σκοπός που επιδιώκουμε.
Το τρίτο ερώτημα, πιο περίπλοκο αλλά και μεγαλοπρεπώς ουσιαστικό σε σχέση με τα προηγούμενα, είναι: Υπάρχει στις απόψεις μας εφαρμοσιμότητα προκειμένου να δημιουργηθεί κάτι επωφελές αν επικρατήσουν; Με άλλα λόγια, που στοχεύουμε και πως ο στόχος θα επιτευχθεί στην παρούσα κατάσταση της πόλης, της κοινωνίας, ή του έθνους ανάλογα με τις υπάρχουσες δυνατότητες; Φυσικά αν ο πολιτικός μπορούσε να απαντήσει με σιγουριά στα παραπάνω τότε θα ζούσαμε σε ένα κόσμο πολύ καλύτερο, σίγουρο και πλήρη συναρπαστικών προοπτικών. Φευ, οι πολιτικοί αποτελούν το τυπικότερο παράδειγμα διαστροφής και παραπλάνησης στις απαιτήσεις απάντησης αυτού του ερωτήματος.
Τα δύο πρώτα ερωτήματα δεν μπορούν ταυτόχρονα να έχουν καταφατική απάντηση. Μόνο το ένα εξ’ αυτών μπορεί να επιλεγεί ως υποψήφιο κατάφασης και ταυτοχρόνως το άλλο άρνησης. Το τρίτο ερώτημα όμως οποιαδήποτε κι αν είναι η απάντηση (καταφατική ή αρνητική) προσκολλάται στην καταφατική απάντηση του οποιουδήποτε από τα δύο πρώτα. Και είναι ακριβώς η ύπαρξη καταφατικής απάντησης στο τρίτο ερώτημα που δικαιώνει, ενδυναμώνει και δίνει αξία στα δύο πρώτα.
Επειδή το παρόν αρθρίδιο δεν στοχεύει σε δάφνες φιλοσοφικής διατριβής αλλά αντιθέτως λαχταρά μετά τη διατύπωση βασικών εννοιών να στραφεί γρήγορα στη θεώρηση της καθημερινής ζωής, ας μελετήσουμε μερικά σχετικά παραδείγματα με τα οποία όλοι μας είμαστε εξοικειωμένοι.
Πρώτα απ’ όλα να διαχωρίσουμε την έκφραση απόψεων που γίνεται βάσει κάποιας οργανωμένης συνάντησης π.χ. συσκέψεις, διαβουλεύσεις και τα συναφή από τις άλλες που απαντώνται είτε σε κοινωνικές εκδηλώσεις, είτε σε παρέες είτε ακόμα και σε εκπομπές των ΜΜΕ ή του διαδικτύου. Στη μεν πρώτη περίπτωση η επισημότητα και η θεματολογία θέτουν από μόνες τους κανόνες και καθορισμένη τεχνική επικοινωνίας. Στις δεύτερες η θεματολογία είναι πιο γενική, η προσέγγιση πιο ελευθεριάζουσα και το στοχευμένο κοινό είτε ολιγάριθμο, είτε ακόμα και πανενθικό. Στην πρώτη περίπτωση ο στόχος είναι γνωστός και αναζητάται μέσω διαλόγου ο καλύτερος τρόπος επίτευξής του. Στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει ξεκάθαρος στόχος ή αν υπάρχει είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιδεολογία του ομιλούντος και η αξιολόγησή του μπορεί μόνο να γίνει (και πρέπει να γίνει) βάσει του αν είναι ξεκάθαρος (κατ’ αρχάς) και κατά δεύτερον (και ίσως το σπουδαιότερο) τι πρέπει να γίνει (που να μπορεί να γίνει) για να προσπορίζει η επίτευξη του στόχου κάποιο όφελος στην κοινωνία.
Βεβαίως μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι σε μια γενική συζήτηση (φιλοσοφική, ιδεολογική, πολιτική, τεχνική, καλλιτεχνική) δεν μπορούμε να εγκλωβιστούμε σε πρακτικές προσεγγίσεις και να ξεπέσουμε σε ωφελιμότητα της πραγματικής ζωής. Εγώ κύριε, θα σου πει ο σοφός συζητητής (ή ομιλητής), θέλω να περάσω στο κοινό προβληματισμό, ηθική, γνώση, ανθρωπιά, επαναστατικότητα, γούστο, ηρωισμό, θύμηση και γενικώς τέτοια μηνύματα, δεν είμαι ούτε πολιτικός ούτε τεχνοκράτης για να δώσω συνταγές υλοποίησης. Εδώ ακριβώς πρέπει να σημειώσουμε και να το κρατήσουμε εντεύθεν το εξής βασικό (και αναμφισβήτητο). Ο ομιλών επιθυμεί ξεκάθαρα να γνωστοποιήσει τις απόψεις του για να πείσει το κοινό του και να το επηρεάσει διανοητικά και συναισθηματικά προς την αποδοχή των λεγομένων του. Δηλαδή με άλλα λόγια να του διαμορφώσει άποψη. Ωραία λοιπόν μέχρι εδώ. Και ερωτά ο βαθιά προβληματιζόμενος. Εστω ότι το κοινό διαμόρφωσε την τάδε άποψη πεισμένο από τον ομιλητή. Σε τι αυτό θα ωφελήσει τη ζωή του και θα βελτιώσει την κοινωνία; Μήπως δημιουργήθηκαν μόνο εντυπώσεις και η ουσία διαφεύγει; Μήπως όλα αυτά που αποδέχθηκε το κοινό δεν καταλήγουν σε τίποτα χειροπιαστά ωφέλιμο (έστω και μακροπρόθεσμα), μήπως είναι μόνο αερολογίες εντυπωσιασμού; Μήπως στον κεντρικό πυρήνα του μηνύματος δεν υπάρχει τίποτα το εφαρμόσιμο (με όρους συμφέρουσας εφικτότητας εννοείται); Μήπως εν τέλει δεν υπάρχει καν στόχος;
Δαιδαλώδης, πολύπλοκη και γενικά δύστροπη η επεξεργασία του παραπάνω ζητήματος που άπτεται των κοινωνικών και ψυχολογικών επιστημών και βέβαια δεν μπορεί να ξεδιπλωθεί εδώ. Όμως τα ακόλουθα επίκαιρα παραδείγματα ίσως λίγο ξεκαθαρίσουν το τοπίο που το παρόν αρθρίδιο παρουσιάζει.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία που προκλήθηκε από την αδικαιολόγητη εισβολή της Ρωσίας σε αυτή τη χώρα, μονοπωλεί τη θεματολογία των αναλυτών παγκοσμίως και στην Ελλάδα με υπερπληθωρισμό απόψεων και θέσεων. Οι επιπτώσεις του μη αναμενόμενα τόσο παρατεταμένου πολέμου (λόγω της εκπληκτικής ηρωικής αντίστασης των Ουκρανών), είναι κατακλυσμιαίες και στην Ελλάδα ήδη έντονες. Από την πληροφόρηση και τις αναλύσεις των ειδικών δημιουργούνται εντυπώσεις και τάσεις στην κοινωνία που τελικά καθορίζουν τη στάση που κρατά ο καθείς ατομικά απέναντι στους εμπολέμους. Και ερωτώ λοιπόν τους αναλυτές. Εστω ότι πείσατε το κοινό για το δίκιο των Ρώσων ή των Ουκρανών. Εστω ότι παρείχατε εμβριθή ανάλυση και καινοτομείτε στην ανάδειξη κρυφών στοιχείων, βαθύτερων αιτιών, ανομολόγητων προθέσεων, στρατηγικού βάθους, σκοπιμοτήτων μεγάλων δυνάμεων και κάθε τι σχετικού. Ο στόχος σας ποιος είναι; Απλώς να διαμορφώσετε την άποψη του κοινού των Ελλήνων; Όταν μάλιστα όλα τα του πολέμου σχετίζονται άμεσα με την απειλή που δέχεται η Ελλάδα από την Τουρκία, πως αυτό που προσπαθείτε να περάσετε στο λαό συναρτάται ουσιαστικά με την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας; Διότι αν αυτή η συνάρτηση δεν είναι στις προθέσεις σας, έστω και σε δεύτερο ή τρίτο επίπεδο ανάγνωσης των λεγομένων σας, τότε ποια η χρησιμότητά της; Αν βέβαια θέλετε να αφυπνίσετε τους Ελληνες για να σφυρηλατηθούν με φρόνημα παρόμοιο των Ουκρανών προκειμένου να αντισταθούμε στον τούρκο όταν επιχειρήσει το απονενοημένο τότε πολύ καλώς πράττετε. Όμως και σε μια τέτοια περίπτωση ο στόχος σας είναι κολοβός αν δεν συνδυασθεί με αυτό που μπορεί και οφείλει να πράξει ο λαός υπό την πολιτική του ηγεσία. Και αυτό που ο λαός οφείλει να πράξει στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι να αποδεχθεί χωρίς κοινωνική αναταραχή το αυτονόητο, δηλαδή η προθυμία να πολεμήσει υπέρ βωμών και εστιών αν η διπλωματία αποτύχει. Και πάντοτε στον πόλεμο πολεμούν στρατιώτες, όσα οπλικά συστήματα τελευταίας τεχνολογίας κι αν αποκτήσει μια χώρα. Χρειάζονται στρατιώτες σε ένα στράτευμα. Αν λοιπόν αποσκοπείτε κάπου ουσιαστικά και ωφέλιμα για την πατρίδα με τις αναλύσεις σας, η μόνιμη επωδός σας σε αυτές πρέπει να είναι η υπόδειξη-προτροπή καθιέρωσης της υποχρεωτικής και καθολικής στράτευσης (ανδρών και γυναικών) στα 18 τους χρόνια.
Στη δημιουργηθείσα παγκόσμια αναστάτωση (λόγω του πολέμου) των προβλημάτων της ενεργειακής τροφοδοσίας και των ελλείψεων σε βασικές διατροφικές ύλες (σιτηρά, έλαια) που συνάμα προκαλούν και την εκτόξευση του κόστους ζωής, οι αναλυτές αποτιμούν το παρόν και προβλέπουν το μέλλον δημιουργώντας πανικό στη χειρότερη κατάσταση ή πεσιμισμό στην καλύτερη. Κάθε χώρα βεβαίως παρουσιάζει ιδιαιτερότητες και οι επιπτώσεις δεν είναι ίδιες παντού. Η διέξοδος από το πρόβλημα είναι βεβαίως η αναδιάταξη των ενεργειακών σχεδιασμών κάθε χώρας και η κατάστρωση σχεδίου διατροφικής αυτονομίας, απεμπολώντας την καταφυγή στην εύκολη μέχρι τώρα λύση των εισαγωγών. Για την Ελλάδα η γρήγορη εξόρυξη των ορυκτών καυσίμων της έχει ήδη (επιτέλους) ως στρατηγική προοπτική αναστηθεί μετά τον «βρεφικό ύπνο» της με το νανούρισμα της πράσινης ενεργειακής αυτάρκειας. Για να μπορέσει η εξόρυξη των υδρογονανθράκων να προχωρήσει απρόσκωπτα πρέπει οι πολίτες να μην βάζουν εμπόδια αν κατανοούν το επωφελές της υπόθεσης. Δηλαδή οι κινητοποιήσεις των διαφόρων οικολογικών (μάλλον οικοχονδριακών) οργανώσεων να σταματήσουν να μπλοκάρουν τις εξορύξεις επειδή δήθεν το περιβάλλον υποβαθμίζεται. Εδώ λοιπόν οι αναλυτές πρέπει να ξεριζώσουν τα σαθρά οικο-επιχειρήματα και να στηρίξουν τις εξορύξεις. Για τα βασικά τρόφιμα τώρα, ο πυρήνας των οποίων έγκειται στα σιτηρά και τα μαγειρικά έλαια δεν ωφελεί το να μηρυκάζουμε το κακό που μας βρήκε και να οδυρόμεθα για την ακρίβεια και τις ελλείψεις που η εισαγωγική ανωμαλία επιφέρει. Εδώ και τώρα να διατυπώνεται συνεχώς η προτροπή προς τον αγροτικό κόσμο να σπείρει σιτάρι, ηλίανθο και καλαμπόκι και να σταματήσει να σκέπτεται για ιδιαίτερες και μοντέρνες καλλιέργειες που μάλλον στην πολυτέλεια αποσκοπούν. Ετσι η Ελλάδα και αυτάρκεια στα βασικά τρόφιμα θα επιτύχει και πολύτιμο συνάλλαγμα θα εξοικονομήσει. Μόνιμη επωδός λοιπόν στις αναλύσεις της επερχόμενης επισιτιστικής κρίσης πρέπει να είναι η παραπάνω προτροπή προς τους αγρότες και η ενθάρρυνσή τους ότι κάτι τέτοιο όχι παρακινδυνευμένο δεν είναι αλλά αντιθέτως επικερδέστατο.
Αλλα παραδείγματα επωφελούς ανάλυσης δεν θα δώσω παρόλο που ο κατάλογος κάθε άλλο παρά κοντός είναι. Οι αναλύσεις για τη διαμόρφωση της άποψης, γνώμης, ή στάσης του κοινού διακλαδίζονται σε πλήθος κατευθύνσεων και επιπέδων που περιλαμβάνουν τοπικά, εθνικά, πολιτικά, κοινωνιολογικά, οικολογικά και ένα σωρό άλλα συναρτώμενα. Επειδή πολλές φορές δεν είναι δυνατόν να δοθεί εύκολη συμβουλή περί του πρακτέου ως επιμύθιο των αναλύσεων, παρά μόνο μια κατεύθυνση γενικής δράσης (π.χ. να κάνουμε παιδιά για να καταπολεμήσουμε την υπογεννητικότητα, καλύτερη αστυνόμευση των πόλεων, καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης, σύνδεση πανεπιστημίων και παραγωγής, καταπολέμηση της ακρίβειας, κ.λπ.), είναι ευκολονόητο ότι υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις της αποτελεσματικότητας του μηνύματος και συνάμα μεγαλύτερη δυναμική της θεωρητικής ανάλυσης χωρίς τη βάσανο να δεσμευτεί ο αναλυτής με ξεκάθαρες προτάσεις.
Γιώργος Χώτος, Μάιος 2022