Η αναγωγή κάθε ζητήματος σε αφετηριακή βάση, είναι η ασφαλής διαδικασία για να αξιολογηθεί η ορθότητα, η χρησιμότητα αλλά και η εφαρμοσιμότητά του.
Ως «ζήτημα» νοείται κάθε τι που απασχολεί τον άνθρωπο προκειμένου η ζωή του να έχει νόημα, ποιότητα και απήχηση. Συνήθως τα ζητήματα προκύπτουν ως προβλήματα προς επίλυση που τα δημιουργεί ο πολυποίκιλος ανθρώπινος βίος. Ομως υπάρχουν και ζητήματα που αναφύονται αυτοτελώς από τη σκέψη και αποζητούν την ενσωμάτωση στην ανθρώπινη ζωή προκειμένου να της πλατύνουν τις δυνατότητες απόλαυσης του κόσμου.
Ως αφετηριακή βάση νοείται η βάσει των κανόνων της φύσης αφενός και τιθάσευσης των ενστίκτων από τον έλλογο άνθρωπο αφετέρου, εξέταση της συμβατότητας σκέψης και φύσης προς επίτευξη του «αγαθού». Και επειδή η φύση δίδει το μέτρο της λογικής, η ορθή σκέψη ταυτίζεται υποχρεωτικά με τη λογική.
Παρέλκει η επεξήγηση της σημασίας του όρου «αγαθόν», διότι κάπου πρέπει να σταματήσει το ελικοειδές σπείρωμα της διαρκούς επεξηγηματικής μετάβασης στους επακόλουθους όρους, μια και προέχει η αναγκαιότητα να μάθει ο άνθρωπος να σκέπτεται και να αξιολογεί τα πράγματα προς όφελος της κοινωνίας.
Η νοητική εισχώρηση στη βάση, ή αλλιώς, στον πυρήνα της λογικής που διέπει το κάθε ζήτημα, θα αποτελεί και το κριτήριο ορθότητας της όποιας λύσης ενός προβλήματος, η της επ’ αγαθώ μορφοποίησής σε πράξη κάποιας αυτόνομης σκέψης.
Αυτό το απλουστευμένο (εκ πρώτης όψεως) σχήμα θεώρησης μπορεί πολλές φορές μεν να αντιστρατεύεται επιθυμίες, προειλημμένες αποφάσεις, προτιμήσεις, συμφέροντα και κάποτε καθιερωμένες απόψεις, όμως παρόλη τη δυσφορία που μπορεί ενίοτε να δημιουργήσει αν δεν συμβαδίζει με αυτό που μας «βολεύει», αποτελεί εντούτοις τη μόνη σίγουρη καταφυγή στη στέρεη και επωφελή λογική.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον πρόσφατο ενημερωτικό κοπετό περί του ζητήματος της νομοθέτησης για δυνατότητα τεκνοθεσίας (υιοθεσία) από τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Η προσφυγή στη βάση του ζητήματος άμεσα καταδεικνύει τη μη συμβατότητά του με τη φύση. Μπορεί μεν κοινωνικά αλλά και απολύτως ανθρώπινα οι ομοφυλόφιλοι να έχουν απόλυτα σεβαστά τα δικαιώματά τους επί των σεξουαλικών προτιμήσεών τους που τους χαρίζουν απόλαυση και ψυχική ευφορία συνεύρεσης με το φύλο της προτίμησής τους, όμως αυτό δεν συνδέεται αναγκαστικά, ούτε δημιουργεί δικαιώματα τεκνοθεσίας ανάλογα με αυτά που απολαμβάνουν τα ζευγάρια ανδρών-γυναικών για τα οποία η τεκνοθεσία είναι απλώς μια άλλη εκδοχή της τεκνογονίας. Τεκνογονία σημαίνει απαραιτήτως «μητέρα» που έχει μήτρα μέσα στην οποία το ωάριό της γονιμοποιημένο από το σπέρμα του άρρενος αναπτύσσεται σε έμβρυο. Η μητέρα από την ίδια τη φύση είναι προικισμένη με αυτή τη δυνατότητα και ως εξ΄ αυτού, τα αποκλειστικά δικαιώματα των ετερόφυλων ζευγαριών στην τεκνογονία και στην τεκνοθεσία είναι τόσο αυτονόητα που δεν θα έπρεπε καν να τα αναλύουμε. Και είναι αυτονόητα καθώς είναι επιπλέον και μέρος μόνον της όλης πορείας δημιουργίας ενός νέου βιώσιμου ανθρώπινου πλάσματος, που μετά την πολύμηνη κύησή του έχει ανάγκη θηλασμού, τρυφερότητας και δεσμού με τη μητέρα, αναγκών του δηλαδή που είναι συναρτημένες με τη γυναίκα αποτελώντας μια ενότητα το σπάσιμο της οποίας αντιστρατεύεται τη φύση. Οποιες αντιρρήσεις επ’ αυτού υπάρξουν έχουν σίγουρα τις ρίζες τους σε ατυχηματικές καταστάσεις όπως π.χ. ορφάνια, στειρότητα ή ψυχολογικές διαταραχές, οι οποίες όμως αντιμετωπίζονται πλήρως με το υπάρχον νομικό πλαίσιο περί υιοθεσίας χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω νομική περιπλοκή.
Αλλωστε, η ρήση του παλιού προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον: «Δεν πρέπει να εξετάζουμε τη νομοθεσία υπό το πρίσμα των καλών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά, αλλά υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί λάθος», παραμένει στο θέμα αυτό επίκαιρη, μια και το συζητούμενο νομοθέτημα όχι μόνο συγχύζει την κοινωνία αλλά είναι και περιττό.
Γιώργος Χώτος, Φεβρουάριος 2024