Υπάρχει ένας χαρακτηριστικός ρυθμός για τον κάθε άνθρωπο με τον οποίο κινείται στον κόσμο. Αλλοτε ο ρυθμός αυτός εκπέμπει αρμονία μεταξύ αυτού και των πέριξ του και άλλοτε δυσαρμονία. Θα μπορούσαμε κατ’ άλλη σύλληψη να το δούμε και ως συντονισμό της νόησής του με τα υλικά και πνευματικά τεκταινόμενα. Εάν ο συντονισμός είναι ο σωστός, τότε αντιλαμβάνεται τον κόσμο στην πραγματική του διάσταση και μπορεί να ερμηνεύσει τα φαινόμενα χωρίς να πέφτει σε πλάνες. Με άλλα λόγια έχει σωστή ΑΝΤΙΛΗΨΗ για το τι σημαίνουν τα έξω από αυτόν επισυμβαινόμενα. Αυτό μάλιστα αποτελεί και προϋπόθεση για να καταλάβει και ποιος πραγματικά είναι ο ίδιος. Ας ονομάσουμε αυτή την κατηγορία ανθρώπων ΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΟΥΣ.
Μολονότι διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς τα γούστα, τις επιλογές, τα πολιτικά πιστεύω, την εθνική ιδιοπροσωπία, το μορφωτικό επίπεδο, την κοινωνική τάξη, το φύλο ή το επάγγελμα, από μια ηλικία και πάνω χαρακτηρίζονται από την κοινή ικανότητα του να αντιλαμβάνονται τις αιτίες των φαινομένων και να έχουν μια υγιή και ορθολογική αντιμετώπιση των επιγενομένων τους.
Είναι σχεδόν απίθανο να παρασυρθούν συναισθηματικά σε βάρος της λογικής και οι όποιες εξάρσεις του θυμικού τους συμβαίνουν μόνο όταν εξαντλείται η αντοχή και ανοχή τους απέναντι στο παράλογο ή το άναρχο.
Οι ΥΠΟΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΟΙ είναι το αντίθετο των αντιληπτικών και οι διάφορες εκδοχές τους απλώνονται σε ένα μεγάλο εύρος περιπτώσεων, κοντά ή απομακρυσμένα από την «επικράτεια» των τελευταίων. Ως ΥΠΟΑΝΤΙΛΗΨΗ μπορούμε να ορίσουμε την κατάσταση εκείνη κατά την οποία το υποκείμενο (εν προκειμένω ο υποαντιληπτικός) μεταφράζει τα φαινόμενα του κόσμου σύμφωνα με τις συναισθηματικές του παρορμήσεις, ανίκανος να τιθασεύσει και να προσλάβει την πραγματικότητα ως έχει. Τα βιώματά του έφτιαξαν τον ψυχισμό του τέτοιον που να προσαρμόζει τη λογική του σε μια ανακουφιστική γι’ αυτόν ερμηνεία των φαινομένων. Στην ουσία πρόκειται για μια εγωιστική και ωφελιμιστική προδιάθεση αδύνατο να χωρέσει οτιδήποτε αντικειμενικό αν δεν συζεύγνυται με το δικό του συμφέρον (πραγματικό ή φαντασιακό) και δεν απειλεί την κοσμοαντίληψή του.
Από τους υποαντιληπτικούς είναι αδύνατον να αναμένεις ορθή ανατομία της πραγματικότητας. Είτε δεν την αντιλαμβάνονται στην ουσία της, είτε αν κάτι απ’ αυτή συλλάβουν ρέπουν προς τη διαστρέβλωσή της μέσω της συνωμοσιολογίας, αγνόησης της σημασίας, υπερβολικού εντυπωσιασμού και προβολής του εαυτού στην όποια εξήγηση θα επιχειρήσουν. Πολλές φορές μάλιστα σε θεμελιακό επίπεδο «σημαίνον και σημαινόμενο» δεν υφίσταται ως ζεύγος.
Η ΜΕΤΑΑΝΤΙΛΗΨΗ είναι η λιγότερο απαντώμενη ιδιότητα μεταξύ των ανθρώπων καθώς συνδυάζει ικανότητα ερμηνείας των φαινομένων βάσει ενός διανοητικού πλούτου και μιας αυξημένης ενσυναίσθησης. Η μετααντίληψη όχι μόνο διεισδύει στα φαινόμενα φθάνοντας μέχρι τον πυρήνα των αιτιών τους, αλλά και τα ξεπερνά, φθάνοντας στην κατανόηση και των πολύπλοκων σχέσεων που συνδέουν ποικίλα από αυτά και ακόμα πιο πέρα, τις μελλοντικές τους εξελίξεις.
Η αφαιρετική σκέψη του ΜΕΤΑΑΝΤΙΛΗΠΤΙΚΟΥ δεν τον αποσπά από τη λογική και τον ορθολογισμό, αλλά μάλλον δρα ενισχυτικά και εμπλουτιστικά στην πρόσληψη του πραγματικού. Είτε πρόκειται για επιπτώσεις καταφανώς αρνητικών καταστάσεων που θα επέλθουν στο μέλλον, είτε για αποτελέσματα επωφελή για ανθρώπους από την επιστήμη ή τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, ο μετααντιληπτικός έχει την ικανότητα να «προφητεύσει» τα μελλούμενα και να προετοιμάσει γι’ αυτά εκείνους που θα προσέξουν τα λόγια του.
Από πρακτική και χρηστική άποψη ο μετααντιληπτικός είναι ιδανικός για αναλυτής σε οργανισμούς στρατηγικών σχεδιασμών σε εθνικό, ή (και το πιο σημαντικό), σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η ικανότητα του μετααντιληπτικού να βλέπει στο μέλλον οφείλεται προφανώς μεν στη σωστή αντίληψη των πραγμάτων τότε που συμβαίνουν, αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Αφού εν όλω συλλάβει την πραγματικότητα του παρόντος, αποδεσμεύεται από τον καταναγκασμό της τριβής και ανάλυσής του και εξακτινώνει την αντίληψή του σε μια διεσταλμένη σφαίρα μελλοντικών πιθανών (λίγο ή πολύ) διαμορφώσεών του. Αυτό το κατορθώνει επειδή έχει την ικανότητα να αφαιρεί το «θόρυβο» που υπάρχει στα φαινόμενα και κρατά ατόφια για ανάλυση τον πυρήνα τους και την οιονεί εντελέχειά τους.
Μέχρι εδώ όσα αναφέρθηκαν και για τις τρεις κατηγορίες αντιληπτικότητας και τους φορείς των είχαν να κάνουν με την πρόσληψη και διαχείριση του παρόντος και την προέκτασή του στο μέλλον. Όμως και το παρελθόν είναι εξίσου σημαντικό και ενδεχομένως κατά περίπτωση σημαντικότερο από το παρόν, για να αξιολογηθεί η αντιληπτικότητα του υποκειμένου.
Το παρελθόν είτε ως ιστορικό γίγνεσθαι, είτε ως γνωσιακό αντικείμενο, είτε ως απλό ψυχαγωγικό ανάγνωσμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το παρόν επειδή, αφενός το γέννησε και αφετέρου το βοηθά να εξελιχθεί σε λιγότερο επώδυνο μέλλον αν η μνήμη του δεν σβήσει.
Ο αντιληπτικός άνθρωπος διατηρεί επαφή με το παρελθόν, το σέβεται, το μελετά και δεν το παραμορφώνει προκειμένου να εναρμονιστεί με τον παρόντα ρυθμό ζωής, ούτε του αποδίδει ετεροχρονισμένα χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια η προβολή του παρελθόντος στο παρόν γίνεται φυσιολογικά με συνέπεια και το παρόν να γίνεται σαφέστερο.
Αντίθετα ο υποαντιληπτικός όχι μόνο δεν καταλαβαίνει τη βαρύτητα του παρελθόντος, αλλά ότι αποσπασματικό τυχαίνει να ψηλαφήσει απ’ αυτό, γίνεται κατανοητό μόνο επιδερμικά και αποστεωμένα. Με άλλα λόγια, ενώ ο υποαντιληπτικός αντιλαμβάνεται το παρελθόν με όρους του παρόντος βάσει των παραστάσεων (και αυτών λειψών) που έχει για το παρόν, ο αντιληπτικός κατανοεί το παρόν και με όρους του παρελθόντος επειδή το έχει εμπεδώσει σωστά ως μια αδιάλειπτη σειρά γεγονότων, μια καθαρή άρρηκτη σχέση αιτίου – αιτιατού.
Όλα τα παραπάνω θετικά γνωρίσματα των αντιληπτικών υπάρχουν φυσικά στους μετααντιληπτικούς και επιπλέον αυτών, δυνατότητες που υπερακοντίζουν τις προοπτικές ψηλάφησης των μελλούμενων βάσει των αόρατων στους πολλούς δρόμων που οδηγούν εκεί από τα συμβάντα του παρόντος.
Ο κόσμος χρειάζεται τους αντιληπτικούς, δυναμώνει με τους μετααντιληπτικούς και απλώς ανέχεται τους υποαντιληπτικούς.
Γιώργος Χώτος, Ιούλιος 2024