Βλασταίνοντας από τη σκέψη (που διαρκώς με γυροφέρνει) της «κλιματικής αλλαγής», το μήποτε εξικνούμενο σε κάτι σαφές θέμα της εργαλειοποίησης της επιστήμης από πολιτικούς και διανοητές, με οδήγησε σε μια ιστορικά «χονδρική» ανασκόπηση που καταλήγει σε κάποιες καθαρές διαπιστώσεις. Πως θα μπορούσε άλλωστε η επιστήμη, όπως κάθε τι πολύτιμο, να μην διεκδικηθεί από θεωρητικούς της πολιτικο-φιλοσοφικής μεριάς προκειμένου να προωθήσουν προγράμματα ή ιδεολογίες; Τα πορίσματά της μάλιστα με την κατάλληλη συσκευασία διαχέονται στην κοινωνία επαινετικά για τους παραπάνω, αφήνοντας συχνότατα στην αφάνεια τους εργάτες της, τους επιστήμονες.
Πρώτ’ απ’ όλα δεν βλάπτει μια ματιά προς τα πίσω για να δούμε πως ξεκίνησε το «ξεχείλωμα» ή ξάνοιγμα αν θέλετε της πραγματικής επιστήμης στον κοινωνικό βίο. Η σπορά ήταν ο καινοφανής όρος «κοινωνική επιστήμη» από τον Ζαν Αντουάν Νικολά Ντε Κορτά, μαρκήσιο του Κοντορσέ (1743-1794) που τον εισήγαγε και κατόπιν τα πράγματα σοβάρεψαν και βάρυναν με τον «επιστημονικό σοσιαλισμό» των Μαρξ – Ενγκελς. Από κει και πέρα η κατάσταση ανεξέλεγκτα, μέσω και τραγωδιών τύπου Λυσένκο, κατέληξε στη θηριώδη σύγχρονη ψυχονεύρωση της αμφισβήτησης, του δικαιωματισμού, του γουόκ και των κλιματικών ιεροφαντών. Και αυτό βέβαια δεν θα μπορούσε να καταλήξει έτσι δυναμικά όπως κατέληξε, αν δεν είχε και τη συνδρομή επιστημόνων που υπέκυψαν στις σειρήνες της προβολής, απήχησης και οικονομικών επιβραβεύσεων που διαφεντεύονται προνομιακά από διανοητές και πολιτικούς. Ποιοι είναι όμως σε αδρές γραμμές οι εμπλεκόμενοι σε αυτό το οικουμενικό παίγνιο; Ας το ψηλαφήσω.
ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ είναι οι άνθρωποι που το τελικό προϊόν τους είναι ιδέες.
ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ είναι οι άνθρωποι που οργανώνουν (υποτίθεται) βάσει κάποιων ιδεών την κοινωνία για να ζει καλύτερα. Το τελικό τους προϊόν είναι ασαφές και εύπλαστο.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ είναι οι άνθρωποι που το τελικό τους προϊόν είναι απτό, σαφές, επωφελές και πιστοποιημένο.
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΛΑΟΣ είναι οι άνθρωποι στους οποίους καταλήγουν τα προϊόντα όλων των παραπάνω.
Την πρωτοκαθεδρία σε αναγνωρισιμότητα και εμβέλεια των απόψεών τους κατέχουν με διαφορά οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι, χωρίς να έχουν κοπιάσει για να φθάσουν στην ιδιόρρυθμη αριστεία που επιδιώκουν να είναι εφάμιλλη της αντίστοιχης κοπιώδους των επιστημόνων.
Ενας, βιοχημικός, ένας μηχανικός, ένας αεροναυπηγός λόχου χάρη χωρίς να είναι διανοούμενοι (μπορούν βέβαια αλλά δεν είναι υποχρεωμένοι) που θα παραγάγουν φάρμακα, κτίρια ή αεροσκάφη κρίνονται ως άξιοι από τα προϊόντα τους και όχι από τις ιδέες τους. Εάν το φάρμακο έχει επιπλοκές, το κτίριο καταρρεύσει ή το αεροσκάφος συντριβεί ο επιστήμονας θα δεχτεί το ανάθεμα, ή θα διωχθεί και ποινικά ακόμα, με άλλα λόγια θα υποστεί τις συνέπειες. Δεν έχει σημασία πόσο λαμπρή ήταν η ιδέα του κατά το σχεδιασμό, το τελικό προϊόν τον κρίνει.
Αντίθετα, εάν ένας λαμπρός διανοητής έχει μια ιδέα για αναδόμηση της κοινωνίας η οποία καταλήγει σε καταστροφή, δεν πληρώνει κανένα τίμημα. Κατ’ αντιστοιχία, παρόμοια πτώση στα «πούπουλα» απολαμβάνουν και οι πολιτικοί. Το αλαζονικό λάθος των διανοούμενων και των πολιτικών είναι που θεωρούν ότι μια υπερέχουσα ικανότητά τους στο σκέπτεσθαι σε ένα ειδικό πεδίο, μπορεί να γενικευθεί σε υπερέχουσα σοφία ή ηθική παντού. Θα μπορούσαν βέβαια κάπως να συγκρατηθούν στην έξαψή τους, αν παραδειγματίζονταν από άλλους εργάτες του πνεύματος, όπως π.χ. οι μουσικοί ή οι σκακιστές, που σπανιότατα θα προβάλλουν ως φορείς ιδεών που θα σώσουν τον κόσμο (Τόμας Σόουελ).
Αν αυτό δεν λέγεται αθέμιτος ανταγωνισμός στο πεδίο της εισχώρησης στο μυαλό των κοινωνικών μαζών, τότε ή κάπου εγώ δεν βλέπω τα πράγματα σωστά, ή οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν αλλάξει και δεν το πήρα είδηση.
Η κατάσταση βέβαια στους απλούς ανθρώπους είναι ακόμα πιο υποβαθμιστική, μια και δεν μπορούν να προβάλλουν τις όποιες ιδέες τους διακατέχουν και με οδηγό αυτές πορεύονται. Τι είδους εμβέλεια, αναγνωρισιμότητα ή εξύψωση μπορεί να έχει κάποιος λόγου χάρη που πιστεύει στην ελεύθερη οικονομία και στις παραδοσιακές αξίες; Είναι απλώς κάποιος που πιστεύει στην ελεύθερη οικονομία και στην παράδοση. Με ταπεινότητα αποδέχεται το ότι η ελεύθερη οικονομία και η παράδοση ως σοφία και ηθική αξία «ξέρουν» καλύτερα απ’ αυτόν να κρατούν τον κόσμο υγιή. Δεν είναι να απορείς βάσει του παραπάνω το πως οι διανοούμενοι ειδικά δεν συμμερίζονται την ταπεινότητα του λαού. Δεν μπορούν να γίνουν «κάποιοι» με τέτοιες απλές ιδέες. Το τεράστιο «εγώ» τους οδηγεί στην εκπόνηση υψηλόφρονων διακηρύξεων για κοινωνική δικαιοσύνη, σωτηρία του περιβάλλοντος, συμπερίληψη ή ριζοσπαστισμό. Η εξουσία τους κατόπιν παγιώνεται όταν οι ιδέες τους ριζώσουν σε μεγάλη μερίδα του λαού και τα άτομα τις ενστερνιστούν ταυτιζόμενα φαντασιακά με το μέντορά τους, νομίζοντας ότι λαμπρύνονται και αυτά από τις αχτίνες φωτός που εκπέμπει το πνεύμα του.
Μ’ αυτά και με κείνα και με τ’ άλλα λοιπόν φθάσαμε με τον εξτρεμιστικό καινοτόμο λόγο των διανοούμενων (και τους παρατρεχάμενους πολιτικούς να προσπαθούν να τους μιμηθούν), ακόμα και σε μέσα μαζικής ενημέρωσης ή εκλαϊκευμένα σοβαρά επιστημονικά περιοδικά, όπως π.χ. το Scientific American, που κόπτεται για το ότι μια γυναικεία ομάδα μπάσκετ δεν μπορεί να νικήσει μια αντρική όχι επειδή υστερεί σε ικανότητα, αλλά επειδή την σαμποτάρει η κοινωνική προκατάληψη. Αν κάτι τέτοιο δεν είναι δηλωτικό του καλπασμού των κοινωνικών επιστημών πάνω στην επιστήμη δεν ξέρω πως αλλιώς να το ορίσω.
Γιώργος Χώτος, Δεκέμβριος 2024