Σε νοητικό οίστρο ο Πλάτωνας (στον Φαίδωνα) μας έδωσε τον ορισμό της φιλοσοφίας ως «στοχασμό του ανθρώπου στο φαινόμενο του θανάτου» και αποφαίνεται μεγαλειωδώς ότι «όσοι φιλοσοφούν ορθώς όταν έρθει η ώρα τους δεν φοβούνται το θάνατο». Από τη βιολογική σκοπιά η σύγχρονη γνώση των γενετικών μηχανισμών της ζωής δεν αφήνει καμιά αμφιβολία στην επιστήμη ότι το «εγωιστικό γονίδιο» κατά Ντώκινς άλλο σκοπό δεν έχει παρά τη συνέχεια του εαυτού του και μετά το θάνατο του κυττάρου που το περιέχει. Αυτή η βιολογική ορμή προς διατήρηση του είδους είναι που εκφράζεται και στον άνθρωπο ως ένας «ηθικός εγωισμός» που τον κάνει να αγαπά τη ζωή και να φοβάται το θάνατο. Ακόμα πιο βαθιά και αναλυτικά, στον κόσμο της ψυχολογίας, ο Φρόυντ μας συνταράσσει με τη θεωρία της ενυπάρχουσας στον άνθρωπο πρωταρχικής αρχής, αυτής της «ορμής προς θάνατον» ισχυρότερης και από τη λίμπιντο ακόμα, έτσι όπως τη διατύπωσε στο ώριμο έργο του «Πέραν της αρχής της ηδονής». Όταν αυτή η ορμή στρέφεται προς τα μέσα μπορεί να γίνει αυτοκτονία, όταν απωθείται προς τα έξω εκτονώνεται ως επιθετικότητα. Να λοιπόν γιατί ο πόλεμος κυριαρχεί στο ανθρώπινο είδος και να πως συναντώνται (και ενίοτε ταυτίζονται) ο εγωισμός των γονιδίων μας με την ψυχή μας. Στην κοιτίδα του πολιτισμού, της τέχνης, της επιστήμης, της δημοκρατίας, οι Ελληνες εξοικειώθηκαν με το θάνατο, τον τιθάσευσαν και τον μεταμόρφωσαν σε τελικό κριτή της διδασκόμενης αγαθής ζωής. Οσο και αν ο κολοφώνας του ανθρώπινου πνεύματος, η Αττική τραγωδία, βρίθει από θάνατο, η λύτρωση από την αγωνία του θανάτου βρίσκεται στο ηθικό περιεχόμενο της ζωής και στην παρακαταθήκη που αφήνουν οι θνήσκοντες για τους εν ζωή και τους αγέννητους. Μπορεί να λατρεύουμε τη ζωή, όμως μόνο η συνεχής υπόμνηση του θανάτου μπορεί να δώσει στη ζωή αξία και συνέχεια ως ηθική οντότητα μετά θάνατον και ίσως υπ’ αυτή την έννοια το «Αναστάσιμο μήνυμα» του Χριστιανισμού να βιώνεται ως λύτρωση διά της αιωνιότητας.
Η λατρεία και η εξύμνηση της ζωής και η προστασία της ως θεμέλιο κάθε ιδεολογίας δεν σημαίνει βεβαίως την περιχαράκωση σε ατομικά συμφέροντα αδιαφορώντας για το κοινό καλό. Είναι φυσιολογικό, παρασυρόμενοι από την καθημερινότητα, να αισθανόμαστε ότι ο κόσμος υπάρχει επειδή εμείς τώρα υπάρχουμε και θα εξακολουθούμε να υπάρχουμε επειδή δεν βλέπουμε το θάνατο κατάφατσα. Όμως το ραντεβού με το θάνατο έχει συμβολαιογραφικά κατοχυρωθεί, απλώς δεν έχει μπει η ημερομηνία στο συμβόλαιο. Στο ενδιάμεσο της αισθητής ζωής κάνουμε ότι απαιτείται για να επιβιώσουμε και ο βίος μας να γίνει ανετότερος και διασφαλισμένος. Για το θάνατο σκεπτόμαστε φευγαλέα και η μόνη επιδερμική προσέγγιση σε αυτόν άντε να είναι η σύνταξη μιας διαθήκης. Όλα αυτά βεβαίως αναφέρονται στον μέσο άνθρωπο ιδιαίτερα της σύγχρονης τεχνολογικής κορύφωσης και όχι στους βαθυστόχαστους φιλοσόφους.
Οι νέοι από τη φύση τους αισθάνονται αθάνατοι και ίσως αυτό να είναι μια ωφέλιμη κατάσταση επειδή δεν καταθλίβονται σκεπτόμενοι τη μοίρα των θνητών ούτε προλαβαίνουν να αισθανθούν τη φρίκη του αποχαιρετισμού στη ζωή όταν εμπλέκονται επιπόλαια σε επικίνδυνες πρακτικές σκορπώντας τη θλίψη και την απόγνωση στους οικείους τους με τον ενίοτε χαμό τους. Ο ώριμος όμως άνθρωπος είναι παντελώς αδικαιολόγητος όταν αμελεί να σκέφτεται συνεχώς το πλησίασμα του φυσιολογικού θανάτου κατ’ αρχάς και την πιθανότητα του ξαφνικού θανάτου κατά δεύτερον. Θα ήταν αφελής η σκέψη κάποιου να κατηγορήσει μια τέτοια θέση επικαλούμενος το καταθλιπτικό (δήθεν) του πράγματος προτάσσοντας το ρηχό και κοινότοπο «ζήσε τη ζωή σου και μη σκέφτεσαι το αύριο». Το παράδοξο και ακατανόητο συνάμα είναι ότι ενώ περιτριγυριζόμαστε από θάνατο, τόσο στο παρόν όσο (και κυρίως) στο παρελθόν, αρνούμεθα να τον εντάξουμε ως αφυπνιστική προοπτική. Η ιστορία είναι βασικά μια καταγραφή θανάτων και καταστάσεων που δημιούργησαν και άφησαν παρακαταθήκη οι προ ημών αναρίθμητοι θνητοί.
Επανέρχομαι στην εισαγωγή για να καταδείξω πως η ενσυναίσθηση του θανάτου συμβάλλει στον απεγκλωβισμό του εγώ από την ιδιώτευση και την ένταξή του σε κοινωνικά αθροίσματα, απαύγασμα των οποίων είναι το έθνος και η πατρίδα. Υψιστο καθήκον του πολίτη είναι ο σεβασμός της ιστορίας της πατρίδας του και η ανταπόκρισή του να την υπερασπιστεί όταν εχθρός την απειλεί. Εξυπακούεται ότι υπεράσπιση σημαίνει καταφυγή στα όπλα ανεξαρτήτως και ενάντια στις φυσιολογικές ειρηνιστικές του πεποιθήσεις. Η στράτευση και ο αναπόφευκτος πόλεμος είναι αδιαπραγμάτευτα όταν το καθήκον σε καλέσει να αφήσεις την καθημερινότητα και να παλέψεις για τη ζωή σου αφαιρώντας τη ζωή του εχθρού για να μη σου μαγαρίσει βωμούς και εστίες. Στον πόλεμο λοιπόν υπάρχει η πιθανότητα θανάτου σου που θα φέρει τη μεγάλη θλίψη στους οικείους σου. Όμως για να αντέξεις αγόγγυστα το ύψιστο και δραματικό κάλεσμα στα όπλα πρέπει να έχεις εντάξει την πιθανή προοπτική θανάτου σου σε ένα ανώτερο ιδεολογικό πλαίσιο που να εμποτίζει καθολικά την ύπαρξή σου και τη σχέση σου με τον κόσμο. Η παρηγορία που αυτή η ανώτερη και ευγενής αντίληψη επιφέρει δεν εμπεριέχει κακομοιριά αλλά καθήκον, ηρωισμό και νοηματοδότηση ύπαρξης. Φυσικά και φυσιολογικά, ο άνθρωπος του καθήκοντος προς την πατρίδα δεν θα ενθαρρυνθεί μόνος του ψυχικά αν δεν νοιώσει ότι το πολεμικό κάλεσμα δεν αφορά αυτόν επιλεκτικά αλλά το σύνολο των στρατεύσιμων βάσει της δικαιοσύνης και της ισότητας των υποχρεώσεων. Τότε μόνο μορφοποιείται και υλοποιείται η μετάβαση από το εγώ στο εμείς και το μυαλό καθαρίζει από τις αμφιβολίες για το αν όλοι είναι ίσοι. Όμως αυτές οι προϋποθέσεις είναι αποκλειστικώς μέλημα της κυβέρνησης και είναι να απορεί κανείς πως αφήνει τη θολούρα και τις τεχνικές αποφυγής της στράτευσης να έχουν ρίξει ένα βαρύθυμο και ανεύθυνο αίσθημα αγγαρείας και ματαιότητας στον προγραμματισμό της ζωής των στρατεύσιμων Ελλήνων. Θα ήταν βεβαίως αφελές να ισχυριστώ ότι ο νέος που ξεχειλίζει από ορμόνες και λίμπιντο θα ενστερνιστεί στοχαζόμενος υψηλά ιδανικά και αφαιρετική σύλληψη του υψηλού νοήματος της ζωής εν μέσω της υλικής ηδονής των επίγειων απολαύσεων. Οση κατήχηση κι αν του γίνει ακόμη και από τους πιο σοφούς δασκάλους, πάντα θα του διαφεύγει η εμπέδωση του καθήκοντος ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή που πολλά μεν υπόσχεται αλλά εικονικά και ρηχά. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι νέοι είναι μάταιο να κατηχούνται και καθοδηγούνται. Οφείλουμε ως κοινωνία ενηλίκων να τους διδάσκουμε σταθερά τις αξίες του έθνους και του πολιτισμού μας διότι με τη νοητική και συναισθηματική εξέλιξη που θα επέλθει αργότερα στη ζωή τους, αυτές οι αξίες θα καρπίσουν. Αν δεν έχει φυτευθεί ο σπόρος τι να περιμένουμε να καρπίσει; Υπό αυτή την οπτική όλα αποκτούν νόημα, και οι αφίσες των ηρώων στα σχολεία και οι εθνικές γιορτές, οι σημαιοστολισμοί και οι παρελάσεις και γενικά κάθε οργανωμένη στα σχολεία διδασκαλία της φιλοπατρίας και της υπερηφάνειας για την ιστορία μας. Και στ’ αλήθεια που αλλού παρά μόνο στην ιστορία μπορεί κάποιος να αντιταχθεί στο θάνατο και να μην τον φοβάται; Ο νέος αντιπαθεί το κενό, τον μπερδεύει η αμφισβήτηση των αναθεωρητών (όσο κι αν από παιχνίδισμα τον γοητεύει η αμφισβήτηση), έλκεται προς την ομαδοποίηση, ψάχνει για εχθρούς, ψάχνει για ηγέτη, ψάχνει (με άλλα λόγια) και ας μη το καταλαβαίνει για νόημα στη ζωή. Η μεγάλη επιτυχία και διάδοση του μουσουλμανισμού στους νέους έγκειται ακριβώς στην πρακτικότητα της κατήχησης που κάνει σε αυτούς απαντώντας με απλοϊκό αλλά πειστικό και αποτελεσματικό τρόπο στην αναζήτηση για τα παραπάνω. Είναι (ο μουσουλμανισμός) μια έξοχη μορφή ψυχοθεραπείας που αγκαλιάζει το θάνατο και τον καθιστά αναπόσπαστο μέρος της ζωής των πιστών του, επιτυγχάνοντας έτσι ως ύψιστη διαστροφή της φιλοσοφίας αυτό που στη Δύση αποδομούμε αυτάρεσκα νομίζοντας ότι προοδεύουμε, το θάρρος δηλαδή να προστατεύσουμε τις συντηρητικές αξίες που έστω και με θηριώδεις αιματηρές ιδεολογικές αναμετρήσεις καθόρισαν τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό μας.
Ξαναγυρνώντας στο ζητούμενο της σχέσης μας με το θάνατο ως μια πάλλουσα νόηση που θα δικαιώσει τη ζωή και θα της προσδώσει αξία, αναγκαστικά πρέπει να πείσουμε τους ανθρώπους να εκμεταλλευτούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό την έχουσα ημερομηνία λήξης ζωή τους. Και ασφαλέστερη μέθοδος για αυτό από την αλήθεια δεν υπάρχει. Η ζωή είναι αλήθεια και ο θάνατος επίσης αλήθεια είναι. Αν και τα δύο προϋποθέτουν το ένα το άλλο για να εκπληρωθούν, η προτίμησή μας για τη ζωή δικαιώνεται μόνο αν είμαστε προετοιμασμένοι για θάνατο. Κατά τη λατινική ρήση: Si vis pacem para bellum (αν θέλεις ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο) που τολμηρά το παράφρασε ο Φρόυντ σε: Si vis vita para mortem (αν θέλεις ζωή να προετοιμάζεσαι για το θάνατο), όσο κι αν αυτό μπορεί να βρει απήχηση μόνο σε ώριμους ηλικιακά (ελάχιστοι νέοι θα το εννοήσουν), παρόλα αυτά, επειδή οι ώριμοι καθοδηγούν και οργανώνουν τις κοινωνίες, έχουν ευθύνη και υποχρέωση διά της αλήθειας, του παραδείγματος και τελικώς της νομοθεσίας, να φτιάξουν σφριγηλές κοινότητες. Οι αλήθειες οι αναγκαίες για την ατομική και εθνική προκοπή εντάσσονται σε όλο το φάσμα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων του πολιτισμού συμπεριλαμβανομένου. Από τον ξωμάχο της γης, τον εργάτη, τον αλιέα, έως τον επιστήμονα, τον συγγραφέα, τον καλλιτέχνη ή τον πολιτικό, η δικαίωση της ζωής διά της παραγωγής (υλικής ή πνευματικής) που ο καθένας επιτελεί, θα αποτελέσει το κριτήριο για την ανάμνηση που θα αφήσει με το θάνατό του. Αν και είναι μάλλον δύσκολο ο απλοϊκός άνθρωπος να συλλάβει βαθιά στοχαστικά νοήματα, η κατάσταση διευκολύνεται αν αυτά ενταχθούν σε μια προοπτική συλλογικότητας και δη του έθνους. Τότε μόνο, ακόμα και τα πεισματικότερα κοντόθωρα «εγώ» μπορούν να απλωθούν και ενταχθούν στο «εμείς» δίνοντας νόημα στις πράξεις και τα σχέδια των ανθρώπων. Καμμιά φιλοσοφία ή ιδεολογία στην ιστορία δεν ρίζωσε και δεν κάρπισε αν οι δημιουργοί της δεν είχαν ξεκάθαρο και φλογερό οδικό χάρτη για την εφαρμογή της στη ζωή των λαών. Και φυσικά όλα καταλήγουν στην πολιτική διότι οι κυβερνώντες είναι οι εντεταλμένοι για την εφαρμογή. Ένα εντελώς συνοπτικό σχήμα υλοποίησης των παραπάνω είναι: ενάρετοι, ανιδιοτελείς, πατριώτες και αφιλοκερδείς πολιτικοί που θα στερεώσουν κράτος δικαίου και στη συνέχεια θα περάσουν στο λαό το μήνυμα της σκληρής δουλειάς και της προστασίας της πατρίδας-έθνους.
Στην ατομική σφαίρα της ύπαρξης το να θεωρείς συνεχώς τον εαυτό σου νεκρό θα σε αποτρέψει από το να σπαταλάς τη ζωή (κι ας την απολαμβάνεις) σε εφήμερες διασκεδάσεις, ανούσιες συζητήσεις, και άεργη καθημερινότητα. Θα δώσει ουσιαστικό νόημα στην όποια εργασία της ειδικότητάς σου, σε έκφραση αληθειών που ενδεχομένως σου δημιουργήσουν (δυστυχώς γι’ αυτούς) εχθρούς και πάνω απ’ όλα στην εξύμνηση του καθήκοντος προστασίας της εθνικής μας οντότητας. Υπάρχουμε εν ζωή υπό προθεσμία και μόνο διά της παρακαταθήκης θα υπομείνουμε το θάνατο.
Γιώργος Χώτος, Ιούλιος 2022