Δεν ανήκω ούτε στους συνωμοσιολόγους ούτε στους εντυπωσιοθήρες ανατροπείς των καθιερωμένων. Το αν τα γραφόμενά μου δημιουργήσουν τέτοια εντύπωση δεν φταίω εγώ αλλά οι ανακολουθίες μεταξύ της πραγματικότητας και της πλατιάς αποδοχής της επιστημονικοφανούς θεωρίας της κλιματικής αλλαγής. Δηλαδή της καθιερωμένης αντίληψης περί επερχομένου αφανισμού της ανθρωπότητας από την υπερθέρμανση που προκαλείται από τη συσσώρευση στην ατμόσφαιρα του ανθρωπογενούς διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και των παρελκομένων αυτής, ξηρασία, ερημοποίηση, λιώσιμο πάγων, αύξηση στάθμης θαλασσών, οξίνιση ωκεανών, κυκλώνες, τυφώνες, (για σεισμούς δεν πολυακούγεται), με άλλα λόγια όλα όσα συνοψίζει η επίσημη βίβλος των διεθνών οργανισμών που ονομάζεται «κλιματική αλλαγή» και τελευταίως πιο βολικά, (για τους συστρατευμένους σ’ αυτή), «κλιματική κρίση». Και βεβαίως, ο όρος «κρίση» πρωτίστως, αλλά και ο «αδελφός του», «αλλαγή», έχουν αποκτήσει αρνητική νοηματοδότηση εγκολπώμενοι το δηλωτικό και επικυρωτικό κύρος επιστημόνων που ολοένα και πιο πολύ αποσπώνται από τα εργαστήριά τους και στρατεύονται (με αξιώματα και θέσεις) σε πολιτικά ή τεχνοκρατικά μορφώματα των οποίων ο «λόγος» δημιουργεί θέσμιση πολιτικής. Όμως οι λέξεις «αλλαγή» και «κρίση» δεν είναι κατ’ ανάγκη καταστροφικές. Βάσει αλλαγών και μετά από ποικίλες κρίσεις προκύπτουν πολλάκις για την ανθρωπότητα καλύτερες συνθήκες και πρόοδος σε ποικίλα πεδία. Αν ήθελαν οι παραπάνω να είναι ακριβείς (και τίμιοι συνάμα) στις Κασσανδρικές τους προβλέψεις για το κλίμα, θα έπρεπε να ομιλούν για «κλιματική καταστροφή» έτσι ώστε να μην υπάρχει θολότητα μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου. Όμως ενώ γνωρίζουν για το αχαρτογράφητο του πεδίου των προβλέψεων στο οποίο χτίζουν καριέρα, προτιμούν (μιλώντας για αλλαγή ή κρίση) να αφήνουν κάποια προσχηματική έστω οδό διαφυγής από το ενδεχόμενο της διάψευσης (που κανονικά θα έπρεπε να τους ανακουφίζει) του αρμαγεδώνα που προβλέπουν.
Το διοξείδιο του άνθρακα το οποίο προέρχεται εδώ και αιώνες από την καύση ορυκτών καυσίμων του ολοένα και εντονότερα δραστηριοποιούμενου τεχνικού πολιτισμού, όντως έχει συσσωρευθεί στην ατμόσφαιρα με ρυθμό μεγαλύτερο από αυτόν που το καταναλώνει η φύση. Ως εκ τούτου το ατμοσφαιρικό του ποσοστό έχει αυξηθεί από 0,028% γύρω στα 1945 στο 0,042% περίπου σήμερα. Είναι αυτό πολύ; Είναι καταστροφικό; Για τι πράγμα καταστροφικό; Κι αν αυξηθεί κι άλλο θα γίνει καταστροφικότερο; Και πόσο πολύ μπορεί να αυξηθεί; υπάρχει οροφή; Κι αν π.χ. φθάσει το 0.090% θα έχουμε το τέλος του κόσμου; Και αν δεχθούμε ότι όσο αυξάνεται τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος, υπάρχει αναλογικότητα μεταξύ αύξησης του ποσοστού του και των καταστροφικών συνεπειών του (δηλαδή της υπερθέρμανσης για να μην ξεχνιόμαστε); Μήπως υπάρχει ένα επίπεδο κορεσμού πέραν του οποίου οποιαδήποτε επιπλέον αύξηση έχει μηδαμινή επίδραση στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (του οποίου το διοξείδιο όντως είναι σημαντικός παράγοντας); Ένα μικρό παράδειγμα, σταδιακές προσθήκες αλατιού ή ζάχαρης στο νερό παρουσιάζουν γρήγορη και πλήρη διάλυση στην αρχή και μετά όσο προχωρά η πρόσθεσή τους ολοένα και πιο δύσκολα διαλύονται. Από ένα σημείο και πέρα ο άνθρωπος ως αποδέκτης του ξινού ή του γλυκού πολύ δύσκολα θα νιώσει το περισσότερο ξινό ή το περισσότερο γλυκό. Προτίμησα αυτό το απλοϊκό παράδειγμα ως αντίδραση στη δαιμονοποίηση του διοξειδίου του άνθρακα που επιχειρείται από τις πολιτικοποιημένες επιστημονικές ελίτ, ακριβώς για να αντιτάξω τη φωνή της λογικής έναντι προβλέψεων που προέρχονται από εργασίες προσομοίωσης, διότι, ναι, βάσει προβλεπτικών μοντέλων επιχειρείται (διά νέων «επιχειρήσεων») παγκοσμίως η υποτιθέμενη σωτηρία της ανθρωπότητας από την επερχόμενη καταστροφή.
Ποια καταστροφή όμως; Καταστροφή θα ήταν αν ο άνθρωπος απελευθέρωνε στην ατμόσφαιρα κάποιο δηλητήριο. Είναι δηλητήριο το διοξείδιο του άνθρακα; Φυσικά όχι, δεν είναι ούτε καν «καπνιά» μια και είναι άχρουν, άοσμο και μη ερεθιστικό. Απεναντίας είναι το ακριβώς αντίθετο. Είναι το μόριο της ζωής, η ευεργεσία της φύσης για τη ζωή και η αιτία που υπάρχουμε εμείς και κάθε φυτό ή ζώο στον πλανήτη. Με απλό και τσιτάτο τρόπο: «διοξείδιο για να έχουμε τροφή και οξυγόνο για να τη μεταβολίζουμε». Το διοξείδιο του άνθρακα είναι η πρώτη ύλη την οποία λαμβάνουν τα φυτά από τον αέρα και τα φύκη από το νερό (στο οποίο διαλύθηκε από τον αέρα), για να τη μετατρέψουν χρησιμοποιώντας το φως του ηλίου με τη φωτοσύνθεση. Μετατρέπουν το διοξείδιο σε σάκχαρο και μεγαλώνουν, πολλαπλασιάζονται και συνάμα αποθηκεύουν την περίσσεια του σακχάρου ως καρπούς. Το σάκχαρο μέσα στα κύτταρά τους είναι με τη σειρά του η πρώτη ύλη για να πάρει το κύτταρο την ενέργειά του και συνάμα να φτιάξει και τις άλλες ουσίες του (πρωτεϊνες, λίπη, κλπ). Κάθε ζώο στον πλανήτη (φυτοφάγο ή σαρκοφάγο) εξαρτάται άμεσα για να υπάρξει και πολλαπλασιαστεί από την αφθονία των φυτών (και των φυκών). Αν σταματούσε η φωτοσύνθεση ή μηδενίζονταν το διοξείδιο του άνθρακα τα φυτά θα εξαφανίζονταν και μαζί τους και η υπόλοιπη ζωή στον πλανήτη. Βέβαια το να παραδειγματίσω εδώ για μια τέτοια ακραία κατάσταση όπως ο μηδενισμός της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο μπορεί να προκαλέσει ειρωνικά χαμόγελα ως δήθεν επιστράτευση ακρότητας εντυπωσιασμού. Όμως η πραγματικότητα μπορεί να δικαιολογήσει ένα τέτοιο παράδειγμα. Εξηγούμαι.
Τα φυτά, στη σημερινή κατάσταση της Γης με αυτή τη σύνθεση της ατμόσφαιρας και με αυτό το διοξείδιο που περιέχεται σε αυτή (περί τα 0,035% λίγες δεκαετίες πριν), μη νομίσετε ότι επιτελούσαν άνετα και επαρκώς τη φωτοσύνθεση και εξ’ αυτής την παραγωγή σακχάρων. Όχι, «μάχη» έδιναν και δίνουν για να μπορέσουν να δεσμεύσουν αυτή την αραιή στην ατμόσφαιρα μάζα του διοξειδίου. Και αυτό (που το γνωρίζουμε καλά εμείς οι φυτολόγοι ή φυκολόγοι), επειδή το διοξείδιο δεν μπαίνει έτσι απλά στο κύτταρο για να χρησιμοποιηθεί. Πρέπει οπωσδήποτε να το δεσμεύσει μια ειδική πρωτεϊνη-ένζυμο η περιβόητη RUBISCO (ακρωνύμιο είναι και παρέλκει να σας το αναλύσω). Αυτό λοιπόν το ένζυμο παρουσιάζει μια ιδιομορφία ή ατέλεια (αν θέλετε) όταν πρόκειται να δεσμεύσει το διοξείδιο του άνθρακα για το οποίο είναι κατάλληλα διαμορφωμένο. Η ατέλεια είναι ότι στις ίδιες θέσεις του μορίου του που είναι ειδικές για τη δέσμευση του διοξειδίου, «δυστυχώς», είναι το ίδιο εξειδικευμένες για να δεσμεύουν και το οξυγόνο (που εμποδίζει τη φωτοσύνθεση). Για σκεφτείτε τώρα, με το οξυγόνο να γεμίζει την ατμόσφαιρα κατά 20.9 % και το διοξείδιο με 0,035 % ποιο από τα δύο έχει περισσότερες πιθανότητες να καταλάβει την πολυπόθετη θέση δέσμευσης στο RUBISCO; Καλά καταλάβατε, το οξυγόνο. Με άλλα λόγια κάθε μόριο του διοξειδίου που δεσμεύεται δίνει πραγματική μάχη με τις μυριάδες στρατιές μορίων του οξυγόνου για μια θέση στην «ηλιόλουστη πολυθρόνα» (μεταφορικά και πραγματικά) του RUBISCO. Για να αντεπεξέλθουν σε αυτή τη δυσκολία τα φυτά έχουν «εφεύρει» τον μηχανισμό των «στομάτων». Πρόκειται για μικροσκοπικά ανοίγματα στο κάτω μέρος των φύλλων τους (εκεί φωτοσυνθέτουν μόνο) τα γνωστά στους βιολόγους «στόματα» (stomata παγκοσμίως, ελληνική γλώσσα η μήτρα του πολιτισμού), από το άνοιγμα των οποίων εισέρχεται ο αέρας στο εσωτερικό των κυττάρων για να ληφθεί το απαραίτητο διοξείδιο. Επιπροσθέτως δια μέσου των στομάτων αποβάλλεται και το νερό, (που μέσω των αγγείων από τις ρίζες που το απορροφούν το μεταφέρουν αδιάκοπα στα φύλλα), ως υδρατμός. Ιδού λοιπόν και οι ανάγκες των φυτών σε νερό που σε ξηρά μέρη περιορίζουν την ανάπτυξή τους συνεπώς και τη γεωργική παραγωγή. Αναγκάζονται έτσι τα φυτά να ισορροπήσουν μεταξύ δύο αντικρουόμενων καταστάσεων. Αν έχουν πολλά και πολύ ανοιγμένα «στόματα» θα μπορέσουν να μπάσουν μέσα τους πολύ διοξείδιο. Όμως συνάμα θα χάνουν και πολύ νερό μια και οι υδρατμοί θα βρίσκουν άνετη διέξοδο προς την ατμόσφαιρα και το φυτό θα κινδυνεύει με αφυδάτωση (μαρασμός, καχεξία). Αν από την άλλη περιορίσουν τον αριθμό και το άνοιγμα των στομάτων, τότε θα εξοικονομούν πολύ νερό αλλά φευ θα πεινάσουν για διοξείδιο οπότε πάλι η ανάπτυξή τους θα είναι καχεκτική. Το πόσο πολύ λοιπόν διοξείδιο του άνθρακα υπάρχει στην ατμόσφαιρα καθορίζει και την ευμάρεια των φυτών. Αυτό το λίγο παραπάνω διοξείδιο που έχει συσσωρευθεί στις μέρες μας στην ατμόσφαιρα (από το 0.035% που διδάχθηκα στο πανεπιστήμιο στο 0.043% του σήμερα) έχει κυριολεκτικά εκτινάξει τη φυτοκάλυψη στον πλανήτη και έχει μεγιστοποιήσει την αγροτική παραγωγή μειώνοντας και τις αρδευτικές ανάγκες. Εμείς των εφαρμοσμένων επιστημών εκφραζόμαστε με την αλληλουχία observation-verification-application (παρατήρηση-επαλήθευση-εφαρμογή). Προσωπικά το βιώνω χωρίς πολύ κόπο (και εσείς μπορείτε χωρίς κόπο με μια νέα ματιά) καθώς βλέπω γύρω μου (από τον κήπο μου, έως τις γυμνές παλιά και σήμερα καταπράσινες κορυφές του Παναχαϊκού, της Παλιοβούνας ή της Κλόκοβας) τη φύση να οργιάζει. Συνάμα το ίδιο συμβαίνει και στη θάλασσα κι ας μη το βλέπουμε. Το βλέπω όμως στο εργαστήριο όπου καλλιεργώ φύκη και τα τροφοδοτώ συνεχώς με ατμοσφαιρικό αέρα. Η ανάπτυξή τους σήμερα δεν συγκρίνεται με αυτή που παρατηρούσα π.χ. το 1990. Όλα οφείλονται στο λίγο παραπάνω διοξείδιο του άνθρακα που βάλαμε εμείς οι άνθρωποι στην ατμόσφαιρα και δημιουργούμε μια ευνοϊκή παρακαταθήκη για να αντιμετωπίσουμε το διατροφικό πρόβλημα των 9+ δισεκατομμυρίων συνανθρώπων μας (όταν γεννήθηκα δεν ήμασταν καν 2 δισεκατομμύρια). Σε επόμενο άρθρο θα εμβαθύνω κριτικά και στα υπόλοιπα καταλογιζόμενα στην επιλεγόμενη «κλιματική αλλαγή» κατανοώντας καλοπροαίρετα ακόμα και σκληρή κριτική, όμως σε καμία περίπτωση δεν προτίθεμαι να υποκύψω στην αυτοφίμωση φοβούμενος να αντιπαρατεθώ με τον ιδιότυπο γουοκισμό (ποιος γουοκισμός δηλαδή, main stream έχει γίνει) της πολιτικής ορθότητας για τη «σωτηρία» του πλανήτη.
Γιώργος Χώτος, Απρίλιος 2023