Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Δεν ξέρω τι σας συγκινεί στην τέχνη και ποια κριτήρια αισθητικής σας χαρακτηρίζουν ή με ποιο τρόπο η τέχνη ανυψώνει το πνεύμα σας, όμως εγώ μετά από τη μακρά μου διαδρομή στη ζωή τολμώ να αποκαλυφθώ και να δηλώσω ότι τίποτα από τα σύγχρονα δεν με γοητεύει όσο τα αριστουργήματα του παρελθόντος.

Σήμερα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια έχουν σταματήσει οι μεγαλειώδεις δημιουργίες στη γλυπτική, τη ζωγραφική ή την αρχιτεκτονική υπό τη διακοσμημένη της μορφή. Η μουσική είναι μια διαφορετική περίπτωση που δεν τη συμπεριλαμβάνω στη θεώρησή μου όπου ψηλαφώ μόνο την οπτική των υλικών τεχνουργημάτων. Όμως και στη μουσική στη διαχρονική της μορφή, δηλαδή αυτή που ορίζουμε ως κλασσική, η κατάσταση παρουσιάζεται το ίδιο αποτελματωμένη σήμερα συγκριτικά με το μπαρόκ και τη μετά Χάυδν εποχή μέχρι το μεσοπόλεμο και τους Ρώσους συνθέτες.

Τα σημερινά έργα τέχνης όσο κι αν η χρηματιστηριακή τους αξία εκτοξεύεται παραλόγως, μοιάζουν με άσχημα ξυνισμένα μούτρα θυμωμένων ανθρώπων των οποίων η αταλαντοσύνη ξεσπά σε επιθετικές μορφές μαρμάρου, μετάλλου ή καμβά, εκφράζοντας δήθεν το κατηγορώ τους για μια άδικη κοινωνία που αυτοκαταστρέφεται (και σ’ συτό βεβαίως τολμώ να πω ότι πετυχαίνουν διάνα). Ας μου δείξει κάποιος σήμερα ένα σύγχρονο γλυπτό ή ένα πίνακα που να αναδεύσει το μέσα σου, να σε ριγήσει ή και να σε βουρκώσει καθώς σε μεταφέρει φαντασιακά στην ιδανική σφαίρα της ομορφιάς, της τελειότητας και στο αφηρημένο αρχετυπικό των πλατωνικών ιδεών.

Ο άνθρωπος χρειάζεται τη θέαση του μεγαλείου για να υπομένει το αφόρητα οδυνηρό πρόσκαιρο της ζωής του, για να απολαμβάνει τον κόσμο δεχόμενος ερεθίσματα που τον κάνουν καλύτερο, τον παρηγορούν και του μορφοποιούν ένα προσωπικό επέκεινα μέσω μιας ιδιότυπης αίσθησης του αιώνιου.

Πως αλήθεια μπορεί να συγκριθεί το αίσθημα μεγαλείου που σε διαπερνά όταν αντικρύζεις τον Πραξιτέλειο Ερμή, τον Μυρώνειο δισκοβόλο, τον Παρθενώνα και τα γλυπτά του, τον Δαυίδ ή τα Βατικάνεια φρέσκο του Μικελάντζελο, τη Τζιοκόντα, ή τον Μυστικό δείπνο του Ντα Βίντσι, τις φωτοσκιάσεις του Καραβάτζιο, τη νυκτερινή περίπολο του Ρέμπραντ, τον όρκο των Ορατίων του Νταβίντ και τόσα άλλα κλασικά και αναρίθμητα αριστουργήματα συγκριτικά με τα χαοτικά αφηρημένα του Καντίνσκι και τις «μουτζούρες» του Πόλοκ ή του Ντε Κούνινγκ; Ακόμα και η μεγαλοφυής τολμηρότητα των απελευθερωμένων συναισθημάτων των μεγάλων του ιμπρεσσιονισμού ή εξπρεσσιονισμού εκφρασμένη ακαθόριστα δραματικά σαν την «κραυγή» του Μούνκ, απουσιάζει από τη σύγχρονη τέχνη. Κυβισμός και γενικά μοντέρνα τέχνη όση πρωτοπορία, συμβολισμό και σκανδαλότητα κι αν εμπεριέχουν δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη γοητεία της ανακάλυψης κρυφών λεπτομερειών στις απεικονίσεις των κλασσικών.

Σήμερα στη λαίλαπα «woke» που κατατρώει τις ιστορικά πλασμένες συνειδήσεις ταυτότητας των δυτικών κοινωνιών και εκφράζεται μηδενιστικά ακόμα και με καταστροφές μνημείων και απεικονιστικών αριστουργημάτων, φαίνεται ότι μια μακρά πορεία γκρεμίσματος του «κλασικού» που ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα με τον Μάρξ, κατόπιν με τους αναρχικούς και κωδικοποιήθηκε στον 20ο αιώνα με τη σχολή της Φρανκφούρτης, κορυφώνεται και πλέον είναι καιρός να ανακρούσουμε πρύμναν. Αν και είναι αφελές να πιστέψουμε ότι ακόμα και για δοκιμή θα επιχειρούσαμε να χτίσουμε νέο Παρθενώνα, Ανγκορ Βατ, Ταζ Μαχάλ, Αγία Σοφία ή Κολοσσαίο, η αίσθηση μιας ανάγκης να ξανασυναντήσουμε το μεγαλειώδες και θεϊκό ίσως μας δώσει πίσω την ομορφιά του κόσμου που παθητικά αφήσαμε να μας τη δυσφημήσουν.

Γιώργος Χώτος, Απρίλιος 2024