Αυτό που θεωρούσα απαράδεκτα απίθανο ίσως τελικά να υφίσταται. Ισως δηλαδή οι πολιτικές κυβερνητικές ελίτ εκμεταλλευόμενες την εθνική χαύνωση που διακατέχει τον Ελληνικό λαό, λόγω μιας αμφιδρόμως ανατροφοδοτούμενης εθνικής παθητικότητας, να έχουν πλέον καταλήξει ότι οποιαδήποτε αντίσταση στις ορέξεις της Τουρκίας είναι καταδικασμένη και ως μόνη προοπτική διατήρησης της ησυχίας μας να είναι η σταδιακή διολίσθηση σε κράτος δορυφόρο της.
Είναι βέβαια τέτοια τα μεγέθη της γείτονος (πληθυσμιακά, στρατιωτικά, διπλωματικά, βιομηχανικά) και τόσο διευρυνόμενο το χάσμα με εμάς, που έχει παραλύσει κάθε μας θέληση για αντίσταση.
Η Τουρκία με μια οργιώδη διεθνή κινητικότητα από την Αλβανία που έχει καταστήσει προτεκτοράτο της, τη Λιβύη που τη συνδέει εν είδη ομφάλιου λώρου, τη Σομαλία που την έχει μετατρέψει σε στρατιωτική της βάση, την Αίγυπτο που θα την ξανακερδίσει υποσχόμενη βοήθεια στη διένεξή της με την Αιθιοπία για το σχεδιαζόμενο φράγμα του Νείλου και δελεαστικά ανταλλάγματα για συμφωνία επί των ΑΟΖ τους σφήνα στη δική μας, μέχρι τα Σκόπια όπου θα κατασκευάσει εργοστάσιο πυρομαχικών για να βοηθήσει δήθεν και το ΝΑΤΟ, έως και τις δελεαστικές της προτάσεις προς τις ΗΠΑ για εξυπηρέτηση συμπαραγωγής πολεμικών πλοίων στα 6 μεγάλα ναυπηγεία της, γιγαντώνεται σε όλα τα επίπεδα ετοιμαζόμενη για το μεγάλο άλμα.
Στην Τουρκία οι αντιπαραθέσεις των κομμάτων και των κεμαλιστών με τους ισλαμιστές δεν αποτελούν εσωτερικό ανταγωνισμό για την κατάληψη της εξουσίας αλλά μάλλον για το ποιος θα πλειοδοτήσει στο να καταστήσει την πατρίδα του πιο ισχυρή και πρωτίστως πιο ισχυρή στρατιωτικά, που θα πραγματώσει δηλαδή το νεοφυές δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας» εις βάρος βέβαια ποιας χώρας, μαντέψτε.
Στην Ελλάδα του υποδόριου πασιφισμού μιας ντεκαντάνς αντίληψης άλλων εποχών, με την παγκόσμια πρωτοτυπία της επίσημης πολιτικής του κατευνασμού και της αποφυγής έντασης με κάθε κόστος (δικό μας εννοείται), με μόνο γνώμονα την αποφυγή εσωτερικού πολιτικού κόστους, χωρίς ρεαλιστική ανάγνωση των παγκόσμιων γεωπολιτικών τάσεων, χωρίς κοπιαστική διπλωματική κινητοποίηση, έχουμε αφεθεί στην αυτοκατανάλωση των εσωτερικών μας πολιτικών γραφικοτήτων ανίκανοι να ψελλίσουμε καν τη φράση «εθνικό συμφέρον».
Από την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ απουσίαζε κάθε νύξη έστω στην προοπτική εκμετάλλευσης του ορυκτού μας πλούτου των υδρογονανθράκων, του μόνου που μπορεί να μας ανασηκώσει από το κώμα του δυσθεώρητου χρέους, καμία αναφορά στην αμυντική μας θωράκιση και στο τι θα πράξουμε με την Τουρκία, καμία αναφορά στην επανεκκίνηση της αμυντικής μας βιομηχανίας ως μοχλού καθολικής τεχνολογικής ανάπτυξης, παρά μόνο τα βολικά και μουχλιασμένα για πράσινη ανάπτυξη και της ιδιότυπης επιδοματικής ιδρυματοποίησης του Ελληνικού εργασιακού (και μη) δυναμικού.
Όταν ακούς τον Ελληνα ΥΠΕΞ να δηλώνει ότι η Ελλάδα δεν κάνει συναλλακτική πολιτική, δηλαδή την πολιτική που ρεαλιστικά επιτάσσει η διπλωματική λογική παγκοσμίως, μόνο σε ένα θλιβερό συμπέρασμα καταλήγεις, η Ελλάδα κάνει βολική υποχωρητική πολιτική. Αυτή που μας έφερε σήμερα εμάς, ένα ισχυρό υποτίθεται Ευρωπαϊκό κράτος μέλος της ΕΕ, να υφιστάμεθα απανωτές διπλωματικές ήττες από Αλβανία και Σκόπια, χωρίς να είμαστε ικανοί ούτε σ’ αυτούς να υπερισχύσουμε και να συρόμαστε πάντα σε συμβιβασμούς στο χαμηλότερο δυνατό σημείο.
Οδεύουμε τάχιστα προς την τελική παράδοση βαδίζοντας γυμνοί σε δρόμο με αγκάθια που μας ματώνουν αλλά δεν πονάμε λόγω της συνεχούς παροχής μορφίνης από τις ηγεσίες μας, νιώθοντας συνάμα την ευφορία της ειρήνης και της ευμάρειας που αναπόφευκτα στο τέλος του δρόμου θα μας φέρει αντιμέτωπους εμάς, νυσταλέους και χαυνωμένους φορώντας τα νυχτικά μας, με τους πάνοπλους αγριάνθρωπους που θα μας περιμένουν για εξάσκηση.
Γιώργος Χώτος, Σεπτέμβριος 2024