Οταν ήμουν έφηβος (αρχές της δεκαετίας του 70) θυμάμαι πολύ καλά ότι ορισμένα προχωρημένα δημοσιεύματα (για την εποχή τους) ανέλυαν καταστροφολογικά σενάρια για την επερχόμενη νέα εποχή των παγετώνων που θα γύριζε την ανθρωπότητα στη λίθινη εποχή. Μάλιστα ακόμα πιο δραματοποιημένα και εντυπωσιακά ήταν ορισμένα εικονογραφημένα περιοδικά της αμέσως προηγούμενης δεκαετίας (60’s) με εκλαϊκευμένη φαντασιακή ύλη (διαπλανητικά, δυναμικά, κ.λπ.) που μας συνέπαιρναν με τα διαστημικά και περιπετειώδη κόμικς, στα οποία αναφέρονταν συχνά ο μελλοντικός παγωμένος πλανήτης Γη.
Κατόπιν ως φοιτητής βιολογίας ανέπτυξα όρεξη για ποικίλα διαβάσματα από σοβαρότερες πηγές και έχοντας αδυναμία στην εξέλιξη της ζωής στη Γη κυριολεκτικά “καταβρόχθιζα” οτιδήποτε σχετικό. Την προσοχή μου τράβηξαν οι γεωλογικοί κύκλοι και οι εναλλαγές του κλίματος της Γης διαμέσου των αναρίθμητων εναλλασσόμενων περιόδων παγετώνων και θερμών εποχών. Αυτό είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός που συμβαίνει περιοδικώς πολύ έντονα και με μεγάλη διάρκεια κατά μεγάλους κύκλους εκατομμυρίων ετών και ενδιαμέσως κατά συντομότερους κύκλους με ηπιότερη ένταση και διάρκεια.
Ολα τα παραπάνω μου δημιούργησαν μια φιλοσοφημένη αίσθηση παροδικότητας των πάντων και συνάμα την αντίληψη για το πραγματικό νόημα της ρήσης του Ηρακλείτου “Τα πάντα ρει”. Η ανθρωπότητα λοιπόν όσο και να έχει προοδεύσει τεχνολογικώς δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αποφύγει την επερχόμενη νέα εποχή των παγετώνων (η κορύφωσή της αναμένεται σε 10-12 χιλιάδες χρόνια). Και δεν μπορεί να κάνει τίποτα διότι το κλίμα εξαρτάται πρωτίστως από την κλίση του άξονα της Γης, η οποία κλίση μεταβάλλεται (ενώ συνάμα μεταβάλλεται ελαφρά και η απόσταση της Γης από τον Ηλιο) “υπακούοντας” σε περιοδικούς χρονικούς κύκλους της τάξεως των δεκάδων χιλιάδων ετών (οι λεγόμενοι κύκλοι του Μιλάνκοβιτς) που αλλάζουν την προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία. Και φυσικά το κλίμα εξαρτάται από την ενέργεια του Ηλίου και συνεπώς το πόση ενέργεια θα πέφτει στη Γη εξαρτάται πριν από κάθε τι άλλο από τη γωνία πρόσπτωσης των ηλιακών ακτίνων. Ολα τα άλλα, σύννεφα, υδρατμοί, αέρια (και φυσικά το μόριο-“αστέρι” της εποχής μας το διοξείδιο του άνθρακα), σκόνη, κοσμική ακτινοβολία, ηλιακές κηλίδες, θα διαμορφώσουν τις εκάστοτε “λεπτομέρειες” του κλίματος μιας ορισμένης ιστορικής εποχής.
Αν είναι έτσι λοιπόν (και είναι) η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη να ξαναθαφτεί σε παγετώνες; Τελικά αυτοί οι παγετώνες θα αφήσουν έστω ένα μικρό μέρος ακάλυπτο ώστε εκεί να μαζευτούν οι όποιοι τυχεροί τα καταφέρουν και να συνεχίσουν όπως καλύτερα μπορέσουν τον πολιτισμό; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σ’ αυτό και μάλλον δεν απασχολεί παρά ελάχιστους διότι αφενός είναι κάτι τόσο μακρινό στο μέλλον και αφετέρου η παροδικότητα της ζωής μας το εξοβελίζει σε μεταφυσικό επίπεδο. Παρόλα αυτά όμως, εδώ και 40 περίπου χρόνια μας απασχολεί ολοένα και περισσότερο η υποτιθέμενη υπερθέρμανση του πλανήτη λόγω του διαβόητου πλέον φαινομένου του θερμοκηπίου το οποίο προκαλείται (κατά τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας) από τις υπερβολικές ανθρωπογενείς εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα (καύσεις ορυκτών καυσίμων κυρίως).
Το θέμα της κλιματικής αλλαγής (όπως το ονομάζουμε τώρα διότι πριν λίγα χρόνια ήταν καθιερωμένο να μιλάμε για υπερθέρμανση) είναι τεράστιο και ίσως το οικουμενικότερο της εποχής μας. Δεν θυμάμαι να έχει υπάρξει άλλο θέμα παγκόσμιας εμβέλειας που να έχει διχάσει τόσο την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα όσο αυτό. Απ’ ότι φαίνεται θα συνεχίζει να διχάζει και βρισκόμαστε μάλλον στα πρώτα επεισόδια αυτού του επιστημονικού σήριαλ παρόλο που έχουν περάσει 61 χρόνια (από το 1957) όταν για πρώτη φορά ο μεγάλος Αμερικανός ωκεανογράφος Roger Revelle (μαζί με τον Suess) δημοσίευσαν τις ανησυχίες τους για τις επιπτώσεις του ανθρωπογενούς διοξειδίου του άνθρακα στο παγκόσμιο κλίμα. Αυτή η επιστημονική δημοσίευση έσπειρε τον πρώτο προβληματισμό αλλά άργησε να καρπίσει στο σημερινό κίνημα των “κλιματολόγων”. Ο Revelle από το Ινστιτούτο Scripps της Καλιφόρνια όπου μεγαλούργησε ως ωκεανογράφος, λόγω κάποιων διοικητικών πικριών που βίωσε εκεί έφυγε το 1963 και πήγε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Harvard διδάσκοντας παγκόσμιες ανθρωπολογικές επιστήμες και εκεί (αυτό έχει μεγάλη σημασία) είχε φοιτητή τον νεαρό Al Gore (ναι καλά καταλάβατε τον μετέπειτα γερουσιαστή, αντιπρόεδρο, υποψήφιο πρόεδρο, συγγραφέα της υπερθέρμανσης, νομπελίστα, Οσκαρ-βραβευμένο και πολυεκατομμυριούχο Al Gore). Ο Al Gore κυριολεκτικά γοητεύτηκε από τη θεωρία του Revelle περί της ζοφερής προοπτικής που επιφυλάσσει το διοξείδιο του άνθρακα στο κλίμα της Γης και παρόλο που μόλις έπιασε τη βάση στο μάθημα του Revelle, κατάλαβε ότι θα έχτιζε την καριέρα του (υιός πολιτευτή άλλωστε) στο “διοξείδιο του άνθρακα”. Μετά από την αποφοίτησή του και δραστηριοποιούμενος πολιτικώς με επιτυχία λόγω του χαρισματικού του χαρακτήρα, δημιούργησε με υπομονή το κατάλληλο κλίμα μέσω διαβουλεύσεων καλώντας επιστήμονες να ενισχύουν την ολοένα και πιο πολύ ακουόμενη θεωρία της κλιματικής υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ηταν μια μακροχρόνια διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση από τον Al Gore του ανάρπαστου βιβλίου του “Earth in the balance” το 1992 που τον βοήθησε να εκλεγεί γερουσιαστής.
Στο μεσοδιάστημα των δεκαετιών 70 και 80 το κίνημα της προειδοποίησης των επιστημόνων για τις δραματικές επιπτώσεις των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα ολοένα και μεγάλωνε και τα κονδύλια για την έρευνα στον τομέα αυτό αύξαναν με φρενήρη ρυθμό καθώς αυτή η επιστημονική περιοχή (έχοντας την υποστήριξη της πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ) προσείλκυε σαν μαγνήτης ολοένα και περισσότερους ερευνητές που έχτιζαν την καριέρα τους σε καταστροφολογικά μελλοντικά σενάρια.
Το “κλίμα” της εποχής εκείνης με τις μέσες θερμοκρασίες παγκοσμίως να αυξάνουν μετά από μια μάλλον μακρά ψυχρή περίοδο που κράτησε από το 1940 μέχρι το 1970 (μιλάμε πάντα για μέσες θερμοκρασίες με την επιστημονική προσέγγιση), βοήθησε στη στήριξη των επιχειρημάτων των υποστηρικτών της δραματικής επερχόμενης κλιματικής αλλαγής (δηλαδή υπερθέρμανσης) και μάλιστα ακούστηκαν και πολύ προχωρημένες προτάσεις. Η πιο χαρακτηριστικά τολμηρή πρόταση διατυπώθηκε το 1972 σε περιβαλλοντικό συνέδριο στη Στοκχόλμη από τον εκπρόσωπο των Ηνωμένων Εθνών (U.N.) Maurice Strong ο οποίος εισηγήθηκε μια παγκόσμια κυβέρνηση που θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της παγκόσμιας υπερθέρμανσης. Ετσι λοιπόν η όλη επιστημονική ατμόσφαιρα άρχιζε να ωριμάζει στη δημιουργία των κατάλληλων οργανισμών που θα ασχολούνταν με το μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε την ανθρωπότητα. Οι βάσεις για τον μετέπειτα Διεθνή Οργανισμό για την Κλιματική Αλλαγή IPCC (ιδρύθηκε το 1988) είχαν τεθεί γερά με τη στήριξη και ευλογίες των ΗΠΑ και του Ο.Η.Ε.
Το όλο “κλίμα” βρήκε και απροσδόκητους συμμάχους και από άλλα μεγάλα κράτη με κυριότερο το Ηνωμένο Βασίλειο στο οποίο η πανίσχυρη Θάτσερ έχοντας βγει νικήτρια στην αναμέτρησή της με τους απεργούς Βρετανούς ανθρακωρύχους (1985) και τρέφοντας αντιπάθεια για αυτούς και το κάρβουνο που κατέληγε να κρατά σε ενεργειακή ομηρεία τη Μεγάλη Βρετανία, στράφηκε στη στήριξη εναλλακτικών μορφών ενέργειας όπως η πυρηνική. Μη μπορώντας όμως να στηρίξει ανοιχτά και με την ένταση που επιθυμούσε την πυρηνική επιλογή (το ακτιβιστικό αντιπυρηνικό κίνημα είχε γιγαντωθεί), προσπάθησε να δαιμονοποιήσει τα ορυκτά καύσιμα και καλύτερο εργαλείο για αυτό το σκοπό της δεν βρήκε άλλο παρά το να κρούσει και αυτή τον κώδωνα του κινδύνου για τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα από την καύση του “κάρβουνου”. Ετσι θα ξεμπέρδευε μια και καλή και με το πανίσχυρο σωματείο των ανθρακωρύχων. Στήριξε λοιπόν οικονομικώς την έρευνα για την εξέταση των επιπτώσεων της υπερβολικής εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα και τα σχετικά κονδύλια άρχισαν να ρέουν αφειδώς και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού σε οποιαδήποτε πρόταση είχε ως αντικείμενο τη διερεύνηση αυτού του κινδύνου.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι δημιουργήθηκε έκτοτε με ολοένα και εντονότερο ρυθμό μια ολόκληρη σχολή επιστημονικής δράσης που αγκάλιασε σε παγκόσμιο επίπεδο ινστιτούτα και πανεπιστήμια, σχεδόν όλες τις ειδικότητες των θετικών επιστημών, φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά ρεύματα, ακτιβιστικές οργανώσεις και πολιτικούς κάθε ιδεολογίας. Στο όνομα της προστασίας της Γης από την επερχόμενη υπερθέρμανση λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου που υποτίθεται ότι προκαλείται από τις υπερβολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα λόγω της καύσης ορυκτών καυσίμων (βιομηχανίες, μέσα μεταφοράς, καλοριφέρ κ.λπ.), κάθε επιστήμονας που ήθελε να τον ακούσουν και να εξελιχθεί στην καριέρα του έπρεπε να ομνύει στο “δόγμα” της υπερθέρμανσης. Ιδιαίτερα στις βιολογικές επιστήμες πολύ δύσκολα λάμβανες χρηματοδότηση για έρευνα (και αυτό ακόμα ισχύει) σε οποιοδήποτε τομέα και αν εργαζόσουν αν η πρότασή σου δεν είχε και μια αιτιολόγηση του τύπου: “λαμβάνοντας υπόψη και τη μελλοντική υπερθέρμανση του πλανήτη…”. Αν για παράδειγμα ήσουν βιολόγος και υπέβαλλες πρόταση για χρηματοδότηση μιας έρευνας που αφορούσε την εξέταση της παραγωγικότητας σε μέλι των μελισσών σε ένα βιότοπο, η πρότασή σου μάλλον θα πετιόταν στον κάλαθο των αχρήστων εκτός και αν τη διαμόρφωνες κατάλληλα, κάπως δηλαδή σαν: “Η έρευνα της μελοπαραγωγής των μελισσών στον βιότοπο τάδε και πως αυτή αναμένεται να επηρεασθεί από την επερχόμενη κλιματική αλλαγή (ή υπερθέρμανση)“. Τότε και μόνο τότε είχες ελπίδες να σε προσέξουν. Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν το πως αυτή η νοοτροπία ρίζωσε ως ρουτίνα σε όλες τις επιστημονικές θεωρήσεις και πως σήμερα ένας ολόκληρος επιστημονικός κόσμος εργάζεται με βάση αυτή την υποτιθέμενη αλήθεια.
Και δεν είναι μόνο η επιστημονική κοινότητα που κατέληξε να θεωρεί σαν περίπου ιερόσυλο ή αιρετικό όποιον προβληματίζεται για την ακρίβεια και αξιοπιστία των ζοφερών προβλέψεών της για ένα καυτό πλανήτη όπου η ζωή θα είναι αφόρητη. Είναι και οι κάθε τύπου και αποχρώσεως οργανώσεις των πολιτών και μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) που περιλαμβάνουν ένα ετερόκλητο πλήθος οικολόγων, οικολογούντων, αναρχικών και αντικαπιταλιστών οι οποίοι άλλο που δεν ήθελαν για να διαδηλώνουν ενάντια σε κάθε τι που χαρακτηρίζεται βιομηχανικό, καπιταλιστικό και γενικώς αποτέλεσμα του έντονα τεχνολογικού πολιτισμού μας. Οι σκεπτικιστές περί την αληθινή ένταση της κλιματικής αλλαγής είναι δύσκολο να αποφύγουν τη ρετσινιά του πουλημένου στα μεγάλα συμφέροντα των βιομηχανικών τραστ και ιδιαίτερα αυτά των πετρελαϊκών εταιρειών.
Το θέμα βέβαια είναι τεράστιο και πολυδαίδαλο και θα ήμουν εξαιρετικά αφελής ή πνευματικώς αλαζόνας αν ισχυριζόμουν ότι με το παρόν αρθρίδιο κάνω μια ολοκληρωμένη ανασκόπηση της ιστορίας της έρευνας περί την κλιματική αλλαγή (αυτός είναι ο όρος που προτιμάται τελευταίως, έχει σταματήσει η χρήση του όρου “υπερθέρμανση”), αλλά δεν μπορώ και να ανεχθώ πλέον το κυνήγι μαγισσών που γίνεται ενάντια στους επιστήμονες που βλέπουν τις όποιες μεταβολές του κλίματος ως αναπόφευκτα φυσικά φαινόμενα στην αιώνια ιστορία της Γης. Και δεν είναι λίγοι ούτε ασήμαντοι αυτοί οι επιλεγόμενοι σκεπτικιστές διότι ολοένα και πιο πολύ εξετάζονται καλύτερα τα ιστορικά δεδομένα ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνεται μια πιο ψύχραιμη εξέταση των ευρημάτων που ενέσπειραν το φόβο για την καταστροφή από την επερχόμενη κλιματική λαίλαπα.
Οποιος θέλει να διαμορφώσει άποψη για αυτό το θέμα έχει σήμερα απίθανα εργαλεία που δεν μπορούσαν καν να φανταστούν οι άνθρωποι προ εικοσαετίας. Μια περιήγηση στις σχετικές χιλιάδες σελίδες του διαδικτύου θα δώσουν απίστευτο όγκο πληροφοριών είτε υπό μορφή εκλαϊκευμένων κειμένων, είτε ως επιστημονικές εργασίες, είτε ως βίντεο με τις απόψεις και των δύο πλευρών. Χρειάζεται μόνο προσοχή στο να ξεχωρίζονται οι σοβαρές και τεκμηριωμένες απόψεις από τις φανατικές, ατεκμηρίωτες και υβριστικές. Και θέλει πραγματικό θάρρος από τον καθένα μας για να παραδεχόμαστε οτιδήποτε σωστό προέρχεται και από την αντίθετη πλευρά αυτής προς την οποία κλίνουμε (διότι έτσι είναι, πως να το κάνουμε, όλοι μας έχουμε μια ασυνείδητη έστω προδιάθεση προτίμησης). Ομως δεν γίνεται και να μην αναφέρω, εγώ που επιχειρώ να αναδείξω ένα θέμα, τα πιο εντυπωσιακά του σημεία μην τυχόν και στιγματιστώ ως προκατειλημμένος. Οπως και να το κάνουμε δεν υπάρχει άνθρωπος με δημόσιο λόγο που δεν ποθεί την πλατύτερη δυνατή δημοσιότητα. Αυτή τη δημοσιότητα ακριβώς κατέκτησε στον ύψιστο βαθμό ο σούπερ σταρ της κλιματικής αλλαγής Al Gore καθώς πέραν του πρώτου βιβλίου του που αναφέρθηκε παραπάνω, το δεύτερο που εξέδωσε “An inconvenient truth-μια άβολη αλήθεια” του απέφερε την ύψιστη δόξα καθώς το 2007 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ και συνάμα με το Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ με το ίδιο θέμα. Το ντοκιμαντέρ του μάλιστα έγινε το απαραίτητο οπτικοακουστικό υλικό διδασκαλίας για οικολογικά μαθήματα στα σχολεία της Αμερικής.
Για να επανέλθουμε όμως στη συνοπτική εξιστόρηση της διαμάχης για το αν πραγματικά υφίσταται κίνδυνος για καταστροφική κλιματική αλλαγή, ας αναφέρω μόνο κάποια γεγονότα (πολύ σημαντικά για εμένα, λεπτομέρειες ίσως για άλλους). Ο μεγάλος Roger Revelle (ο μέντορας του Al Gore) μετά τη θητεία του στο Harvard επέστρεψε το 1976 στην μεγάλη του αγάπη στο Πανεπιστήμιο San Diego California (UCSD) και στο στοιχείο του τις ωκεανογραφικές και ατμοσφαιρικές μελέτες. Σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες και στοιχεία, ο Revelle πρέπει να εισήλθε σε μια φάση πνευματικού προβληματισμού και άρχισε να έχει δεύτερες σκέψεις για το αν το διοξείδιο του άνθρακα ως αέριο του θερμοκηπίου μπορεί να προκαλέσει παγκόσμια υπερθέρμανση. Με γράμματά του το 1988 στους γερουσιαστές Tim Wirth και Tim Bates εξέφραζε τις αμφιβολίες του για την εγκυρότητα των αρχικών προ 30ετίας δικών του προβλέψεών που βασίζονταν στις τότε δικές του μελέτες και που διογκώθηκαν κατόπιν από την παγκόσμια κοινότητα των “υπερθερμαστών”. Συνιστούσε ψυχραιμία και υπομονή για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα μετά από πολλά χρόνια ακόμα. Συνάμα το 1991 από κοινού με τον καθηγητή του πανεπιστημίου του Σικάγο Fred Singer δημοσίευσαν στο περιοδικό Cosmos ένα άρθρο στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ διατύπωναν την άποψη: “.. δεν υπάρχουν καλά στοιχεία για την προβλεπόμενη υπερθέρμανση του πλανήτη“. Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα θορυβήθηκε τα μέγιστα από αυτή την ανάκρουση πρύμναν του “γκουρού” της υπερθέρμανσης Revelle και μάλιστα ο ίδιος ο Al Gore όταν ρωτήθηκε γι’ αυτό ήταν λακωνικός απαντώντας: “ο Revelle ήταν πάντα ο μέντοράς μου αλλά τώρα δεν μπορώ να πάρω τοις μετρητοίς αυτά που λέει επειδή είναι πολύ ηλικιωμένος” (!!!). Και πολλοί άλλοι “κλιματολόγοι” ένιωσαν το λιγότερο μπερδεμένοι (και κατά τη γνώμη μου προδομένοι) από αυτή την απίθανη μεταστροφή του Revelle. Ως αντίδραση διάλεξαν τη γραμμή που έλεγε ό,τι ο Revelle παρασύρθηκε από τον Singer και έβαλε την υπογραφή του στο άρθρο που έγραψε (κατ’ αυτούς) κατ’ ουσίαν ο Singer. Βαρύτατη προσβολή κατά τη γνώμη μου στον άνθρωπο και μέγα επιστήμονα για τον οποίο έχει σήμερα θεσπιστεί βραβείο με το όνομά του. Η αλήθεια βέβαια θα φανερώνονταν και θα ήταν συναρπαστική, αλλά η μοίρα το θέλησε μετά από λίγο ο Revelle να ξεψυχήσει υποκύπτοντας σε καρδιακή προσβολή. Ετσι πήρε μαζί του το ωριμότερο ίσως κεφάλαιο της ζωής του που θα το φανέρωνε ως αποτέλεσμα της μακράς του πείρας. Ο θάνατός του πρέπει να ανακούφισε τα μέγιστα τους υπερθερμαστές (ας μου επιτραπεί να τους ονομάζω έτσι στον αντίποδα των σκεπτικιστών) οι οποίοι αφενός έθαψαν διά της αποσιώπησης τις τελευταίες του ενέργειες και αφετέρου κατηγορούσαν τον Singer ως πανούργο και φρόντισαν με τελετές να αναδεικνύουν τον παλιό καλό Revelle. Μία από αυτές τις τελετές ήταν και η βράβευση (άλλη μία) του Al Gore (πάλι αυτός) με το πρώτο βραβείο “Roger Revelle” το 2009.
Λίγο πριν πεθάνει ο Revelle το 1991, σε ομιλία του σε θέρετρο πολιτικών στο Bohemian Grove της Καλιφόρνια απολογήθηκε για την έρευνά του που οδήγησε τόσους πολλούς ανθρώπους προς τη λάθος κατεύθυνση περί της θέρμανσης του πλανήτη και ανησυχούσε για το πολιτικό λάθος που θα οδηγούσαν οι δραστηριότητες τόσο των Η.Ε., όσο και της IPCC και του Al Gore.
Αναφέρθηκα τόσο εκτενώς στον Revelle επειδή οι ανθρώπινες ιστορίες είναι πιο αυθεντικές και σημαντικές όταν πρόκειται για κινήματα πανανθρώπινα που βασίζονται σε κάποιο μεγάλο πνεύμα-καθοδηγητή (κατ’ αναλογία και για του λόγου το αληθές πως μπορεί να κατανοήσεις το τι σημαίνει Ισλάμ αν δεν μελετήσεις τη ζωή του δημιουργού του Μοχάμεντ; τι είναι ο Ισλαμισμός χωρίς τον Μοχάμεντ;).
Μετά από όλα τα παραπάνω η ερώτηση προκύπτει αυθόρμητα. Τελικά υφίσταται κίνδυνος υπερθέρμανσης του πλανήτη στο μέλλον; και πόσο βαθιά στο μέλλον; και πόσο έντονη θα είναι αυτή η υπερθέρμανση; και θα είναι μόνιμη; και πόσο θα επηρεάσει την παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα; και αν τελικά κάποτε επέλθει, υπάρχει περίπτωση να υποχωρήσει; μήπως η υπερθέρμανση προκαλεί και κάποια καλά; και γιατί να μη μιλάμε όλο και πιο έντονα για υπερθέρμανση αντί για κλιματική αλλαγή; αλλαγή σε σχέση με ποια κατάσταση; υπάρχει κάποια ιδανική κλιματική κατάσταση; και τελικά για αυτή την υπερθέρμανση φταίει μόνο το φαινόμενο του θερμοκηπίου; και τι προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου; μόνο το διοξείδιο του άνθρακα; Ερωτήσεις λοιπόν (και λίγες ανέφερα) και όχι μια και μόνο ερώτηση αναφύονται για κάποιον που θέλει απαντήσεις σε όλα αυτά που έχουν επικρατήσει ως η σύγχρονη “έκφραση-καραμέλα” της παγκόσμιας εγρήγορσης για να αντιμετωπιστεί ένας προβλεπόμενος κίνδυνος.
Οι ερωτήσεις αυτές δεν μπορούν να απαντηθούν πλήρως από κανένα και όποιος ισχυριστεί το αντίθετο ψεύδεται ενάντια στην επιστημονική δεοντολογία αν είναι επιστήμονας και λαϊκίζει αποκομίζοντας προσοχή και ματαιόδοξο κύρος αν είναι απλός δημοσιολόγος (ή και επιστήμονας). Και δεν μπορεί να απαντήσει επειδή το θέμα είναι τόσο περίπλοκο από την άποψη των συνεχών κλιματικών αλλαγών στην αιώνια ιστορία του πλανήτη μας, που φαντάζει γελοίο να απομονώνουμε μια ιστορία 130 ετών από τότε που εφευρέθηκε το θερμόμετρο και 50 ετών από τότε που τέθηκαν σε τροχιά οι δορυφόροι για να ισχυριζόμαστε ότι καταλάβαμε κάτι τόσο πολύπλοκο όπως το κλίμα.
Ομως το κομβικό σημείο αντιπαράθεσης είναι το διοξείδιο του άνθρακα το οποίο έχει δαιμονοποιηθεί ως η αιτία για όλα τα δεινά που επισωρεύει στην ατμόσφαιρά μας η οποία θα παγιδεύσει τελικά την ανθρωπότητα σε μια φλεγόμενη κόλαση. Ναι λοιπόν, αυτό είναι ακριβώς που διαδίδεται στον κόσμο, ας μου επιτραπεί και εμένα να υποκειμενοποιήσω την άποψή μου με δραματικό εντυπωσιακό τρόπο. Διότι ούτε λίγο ούτε πολύ κάπως έτσι (και ας μην κρυβόμαστε) παρουσιάζουν την κατάσταση οι υπερθερμαστές (τελευταίως “αλλαγο-κλιματιστές”).
Αλλη μια φορά να επισημάνω ότι δεν θα κάνω ανάλυση με τα όποια δεδομένα (φυσικά, ιστορικά, χημικά, κ.λπ.) έχω συλλέξει επί του θέματος, διότι αφενός δεν είμαι μετεωρολόγος για να αποφαίνομαι και αφετέρου όλα αυτά εύκολα μπορεί να τα βρει κάποιος στο διαδίκτυο (ή σε επιστημονικές βιβλιοθήκες). Ως βιολόγος -ιχθυολόγος και πλαγκτονολόγος (με αυτά έχω ασχοληθεί) όπως και να το κάνουμε κάτι γνωρίζω από φυσικές επιστήμες και μάλιστα με ότι έχει να κάνει με τη ζωή και με την οικολογία. Το άρθρο αυτό προέκυψε από μια εσώτερη ανάγκη να καθαρίσω την “ατμόσφαιρα” γύρω μου από εύκολες και απλουστευμένες απόψεις και από μια εσωτερική παρόρμηση να αγανακτήσω με όλους αυτούς που δημιουργούν κινδυνολογίες πέραν του επιτρεπτού για να καρπώνονται προσοχή, δημοσιότητα και κονδύλια. Καλά κάνουν και χρησιμοποιούν την επιστήμη για να ερευνούν, όμως εγώ (και όλοι μας) θέλουμε πλήρη στοιχεία, αδιαμφισβήτητα, αποδείξεις και όλη την αλήθεια για όλους τους παράγοντες που εμπλέκονται σε αυτή την επιστημονική περιοχή.
Ο παράγοντας λοιπόν κλειδί, ή καλύτερα ο παράγοντας-αιτία κακού για τους υπερθερμαστές είναι το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και η καταστροφική του επίδραση στο κλίμα, καθώς οι εκπομπές αυτού του αερίου στην ατμόσφαιρα έχουν αυξηθεί στη βιομηχανική (και καταναλωτική) εποχή της ανθρωπότητας. Αυτό είναι γεγονός και το ζητούμενο είναι να διερευνηθεί αν η αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα θα είναι καταστροφική ή όχι. Πρώτα απ ‘όλα να ξεκαθαριστεί ότι το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) είναι αέριο, άχρωμο, άοσμο και δεν είναι ούτε αιθαλομίχλη, ούτε σωματίδιο, ούτε ακτινοβολία (ναι, και αυτό το έχω ακούσει). Το CO2 είναι η βάση της ζωής του πλανήτη, η αιτία που υπάρχει ζωή και εξακολουθεί να υπάρχει είναι αυτό το αέριο. Χωρίς το CO2 δεν υπάρχει τροφή, δεν υπάρχει τίποτα το οργανικό επειδή ακριβώς είναι η πρωταρχική ουσία από την οποία ξεκινά η ύπαρξή μας, διότι κάθε έμβιο ον για να τραφεί χρειάζεται τροφή και κάθε είδους τροφή παράγεται από τη γλυκόζη και γλυκόζη μπορούν να παράγουν μόνο οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί δηλαδή τα φυτά και τα φύκη. Ολοι οι άλλοι οργανισμοί μέσω της τροφικής αλυσίδας καταναλώνουν ό,τι τους προσφέρεται ως βρώσιμη ύλη από τους φωτοσυνθέτες. Χωρίς φωτοσύνθεση η ζωή σταματά, σβήνει. Και για να δουλεύει η φωτοσύνθεση πρέπει να υπάρχει διοξείδιο του άνθρακα στον αέρα για τα φυτά, διαλυμένο στο νερό για τα φύκη. Οσο περισσότερο διοξείδιο τόσο πιο μεγάλη η ανάπτυξη των φυτών και των φυκών. Και συνάμα τόσο περισσότερο οξυγόνο στην ατμόσφαιρα λόγω της παραγωγής του από τη φωτοσύνθεση. Στο εργαστήριό μου όπου καλλιεργώ ποικίλα είδη φυκών, όταν προσθέτω περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα παρατηρείται εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού τους. Το ίδιο συμβαίνει και στη φύση και μάλιστα το πιο εντυπωσιακό και εύκολα κατανοητό από τον μη ειδικό άνθρωπο, είναι η παρατηρούμενη τελευταίως ελαφρά αύξηση της δασοκάλυψης στην υδρόγειο λόγω της αύξησης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Αυτό το φαινόμενο δεν μπορεί να φανεί σε όλη του την ένταση στα τροπικά δάση επειδή εκεί υπάρχει τρομερή ανθρωπογενής πίεση καταστροφής τους από τους εκμεταλλευτές των, είτε για επέκταση των καλλιεργειών βρώσιμων φυτών, είτε για αποψιλώσεις προς κατασκευή βιομηχανιών ή παραγωγής ξυλείας. Αυτό όμως είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα και αξίζει της παγκόσμιας προσοχής και δράσης αλλά δεν είναι του παρόντος. Ομως στα τεράστια δάση τάϊγκα της Σιβηρίας όπου η ανθρωπογενής πίεση σε αυτά είναι σχεδόν ανύπαρκτη, η επιπλέον αύξηση των δέντρων είναι εντυπωσιακή και δεν μπορεί να αποδοθεί παρά μόνο στο παραπάνω διοξείδιο του άνθρακα που εισήλθε κατά τον τελευταίο αιώνα στην ατμόσφαιρα. Φυσικά το ίδιο συμβαίνει και στις αγροτικές καλλιέργειες και αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι το κακό για την ανθρωπότητα, το αντίθετο μάλιστα.
Το ζήτημα λοιπόν που τώρα ανακύπτει είναι το πόσο παραπάνω διοξείδιο του άνθρακα προστέθηκε στην ατμόσφαιρα εξαιτίας του ανθρώπου και το τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το κλίμα και γενικά για την ισορροπία της βιόσφαιρας. Καταρχάς να ξεκαθαριστεί το εξής. Το αέριο διοξείδιο του άνθρακα (CO2) δεν αποτελεί παρά το 0,04 % (σήμερα) της ατμόσφαιρας συγκριτικά με τα δύο κύρια αέρια, το άζωτο (Ν2) που αποτελεί το 78% αυτής και το οξυγόνο (O2) που αποτελεί το 21%. Και όμως αυτή η ελάχιστη περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο στηρίζει τη ζωή στον πλανήτη. Κάθε χρόνο υπολογίζεται ότι όλοι οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί της Γης δεσμεύουν και μετατρέπουν σε γλυκόζη περί τα 200 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Θα μπορούσαν να δεσμεύουν περισσότερο (πολύ περισσότερο) αν υπήρχε περισσότερο στην ατμόσφαιρα. Διότι αν υπήρχε περισσότερο στην ατμόσφαιρα θα γινόταν πιο αποτελεσματική η διαδικασία της φωτοσύνθεσης και θα παράγονταν περισσότερη φυτική βιομάζα με ό,τι καλό αυτό συνεπάγεται από ανθρωποκεντρική άποψη. Ομως σήμερα και σε αντίθεση με ότι υπήρχε στην ατμόσφαιρα της Γης πριν 100-500 εκατομμύρια χρόνια, το διοξείδιο του άνθρακα είναι 50 με 100 φορές λιγότερο και φυτά και φύκη φωτοσυνθέτουν “υπό πίεση” (ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση) καθώς το ειδικό ένζυμο που υπάρχει στο κύτταρό τους και που μόνο αυτό δεσμεύει το διοξείδιο για να ολοκληρωθεί η φωτοσύνθεση, παρουσιάζει μια ιδιοτροπία που δεν είναι ευρέως γνωστή πέραν του επιστημονικού κόσμου. Το ένζυμο λοιπόν της φωτοσύνθεσης το περίφημο Rubisco δεν έχει την τάση να δεσμεύει μόνο διοξείδιο αλλά και οξυγόνο που ανταγωνίζεται το διοξείδιο. Το οξυγόνο με άλλα λόγια είναι κάτι σαν ζιζάνιο για τη φωτοσύνθεση και καθώς είναι πολύ περισσότερο στην ατμόσφαιρα δεσμεύει τις θέσεις που προορίζονται για το διοξείδιο με αποτέλεσμα μειωμένη φωτοσύνθεση. Με όλα αυτά είναι πραγματικό θαύμα της φύσης το πως με διάφορους μηχανισμούς τα φυτά μπορούν και συγκεντρώνουν μέσα σ’ αυτή τη “λαίλαπα” του οξυγόνου το απαραίτητο διοξείδιο. Ετσι λοιπόν οποιαδήποτε αύξηση της περιεκτικότητας του διοξειδίου στην ατμόσφαιρα ανακουφίζει τη δραστηριότητα της φωτοσύνθεσης καθώς η αναλογία διοξειδίου προς οξυγόνο βελτιώνεται ως προς το διοξείδιο.
Τα παραπάνω μπορεί να κουράσουν έστω και με την υπεραπλουστευμένη επιστημονική ανάλυση που επιχείρησα αλλά όπως και να το κάνουμε αυτή είναι η βιολογική αλήθεια για το ρόλο του διοξειδίου του άνθρακα. Είναι βέβαια απόλυτα κατανοητό ότι για τη συνήθη κοινή γνώμη περισσότερο εντύπωση θα προκαλέσει ένα καταστροφολογικό σενάριο που σχετίζεται με το φαινόμενο του θερμοκηπίου όπως αυτό ενισχύεται από το διοξείδιο του άνθρακα, παρά τα οφέλη που προκύπτουν για την αγροτική παραγωγή και για τη δασοκάλυψη από την αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα.
Οταν αναφερόμαστε στο φαινόμενο του θερμοκηπίου στο νου μας δικαιολογημένα έρχεται η υπερθέρμανση διότι αυτοί οι δύο όροι είναι ισοδύναμοι καθώς θερμοκήπιο σημαίνει υπερθέρμανση. Ομως υπερθέρμανση συγκριτικά με τι; και περαιτέρω, πόση υπερθέρμανση; υπερθέρμανση τώρα ή στο μέλλον; Διότι αν μιλάμε για το τώρα (εδώ και 40 χρόνια περίπου) όντως υπάρχει μια μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 0,3 βαθμούς Κελσίου περίπου. Αν μιλάμε για το μέλλον η κατάσταση γίνεται τραγελαφική καθώς οι μεν υπερθερμαστές βάσει υπολογιστικών-προβλεπτικών μοντέλων υπολογίζουν μια αύξηση 3-4 βαθμών στα επόμενα 100 χρόνια (πάντα κατ’ αυτούς λόγω της συνεχούς αύξησης του διοξειδίου), οι δε σκεπτικιστές απορρίπτουν αυτές τις προβλέψεις ως αυθαίρετες, ανακριβείς και μάλιστα ιδιαίτερα καυστικά κάποιοι απ’ αυτούς ως “μαγειρεμένες”.
Αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο επιστημονικώς είναι η ύπαρξη περιοδικώς επαναλαμβανόμενων περιόδων παγετώνων που κάλυπταν για περίοδο εκατομμυρίων ετών τις διαρκώς μετακινούμενες ηπείρους (τεκτονικές πλάκες) του πλανήτη μας σε μια αέναη διαδικασία κλιματικών μεταβολών. Οι παγετώνες αυτοί κατόπιν υποχωρούν (πάλι σε περίοδο εκατομμυρίων ετών) και επικρατούν κατόπιν θερμές περίοδοι (πάλι της τάξεως εκατομμυρίων ετών) και στη συνέχεια παγετώνες ξανά κ.ο.κ. Οσο ασύλληπτο και αν φαίνεται αυτό στη διανοητική μας αντίληψη του χρόνου, είναι κάτι που ο άνθρωπος όσο και αν διαρκέσει η παρουσία του στη Γη δεν θα μπορέσει να αποφύγει. Μάλιστα ιδιαίτερη επισήμανση πρέπει να γίνει για τις θερμές εποχές που παρεμβάλλονται μεταξύ των παγετωδών περιόδων. Αυτές οι θερμές εποχές ονομάζονται “διαπαγετώδεις εποχές” και μην νομίσουμε ότι διαρκούν επί εκατομμύρια χρόνια αδιατάρακτα. Στην πραγματικότητα ακόμα και μέσα σε μια θερμή εποχή υπάρχουν άλλοι μικρότεροι περιοδικοί κύκλοι με παγετώδεις εποχές και θερμές εποχές. Αυτοί οι κύκλοι είναι της τάξεως των 20.000 ετών περίπου και μέσα σε αυτούς τους συντομότερους κύκλους πάλι υπάρχουν μικρές εποχές παγετώνων και μικρές θερμές εποχές της τάξεως των εκατοντάδων ετών η κάθε μία. Για να γίνω πιο σαφής, σήμερα εδώ και 15.000 χρόνια περίπου, έχουμε τελειώσει με τον τελευταίο κύκλο παγετώνων που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης (για να περιοριστούμε στην Ηπειρό μας) και εισήλθαμε στη θερμή εποχή. Ο επόμενος κύκλος παγετώνων αναμένεται να αρχίσει μετά από 1000 χρόνια περίπου και σταδιακά θα κορυφωθεί και θα καλύψει με πάγους το μεγαλύτερο μέρος των Ηπείρων σε 12.000 χρόνια περίπου. Σε αυτή τη θερμή εποχή που ζούμε και έχουμε ιστορικά στοιχεία εδώ και 6000 χρόνια περίπου, γνωρίζουμε ότι ενδιαμέσως υπήρχαν και διαδοχικώς επαναλαμβανόμενοι κύκλοι πολύ ψυχρών και πολύ θερμών εποχών. Για παράδειγμα, η Μυκηναϊκή, Ελληνιστική (τέλος) και Ρωμαϊκή εποχή ήταν μια θερμή περίοδος που βοήθησε τα μέγιστα την ανάπτυξη του πολιτισμού, κατόπιν ακολούθησε μια ψυχρή περίοδος μέχρι περίπου το 700 μ.Χ., κατόπιν μια θερμή περίοδος κατά την οποία οι Βίκιγκς αποίκησαν ακόμα και τη Γροιλανδία στην οποία ευδοκιμούσαν καλλιέργειες, κατόπιν ξανά μια μακρά ψυχρή περίοδος από το 1300 περίπου μέχρι το 1850 και κατόπιν μια θερμή περίοδος αυτή που απολαμβάνουμε σήμερα και η οποία οδεύει προς το τέλος της (σε 100-200 χρόνια περίπου).
Ολα τα παραπάνω δεν μπορούν να αποδοθούν σε υπερβολική παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα παρά μόνο στις μεταβολές της επίδρασης του Ηλίου στη Γη όπως και αν αυτή η επίδραση διαμορφώνεται και από την πανταχού παρούσα στο διάστημα κοσμική ακτινοβολία. Το κλίμα λοιπόν της Γης είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη πλανητική διαμόρφωση και πολύ απέχει από το να το αποδώσουμε σε μια απλή αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα από 0,02 % σε 0,04%. Απλά δεν βγαίνει νόημα από μια τέτοια ερμηνεία όσα μοντέλα υπολογιστών και αν επιστρατευθούν. Και για να κάνω πιο κατανοητό τον ισχυρισμό μου (και φυσικά χιλιάδων επιστημόνων) να αναφέρω ότι το φοβερό όπως το λέγουν φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι ακριβώς αυτό που κάνει τον πλανήτη μας κατοικήσιμο καθώς δημιουργεί τις ευνοϊκές συνθήκες για τον πλούτο της ζωής. Χωρίς το φαινόμενο του θερμοκηπίου η περισσότερη από την προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία θα επανεκπέμπονταν πίσω στο διάστημα και η Γη θα ήταν μονίμως ψυχρή. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου δημιουργείται από τα αέρια της ατμόσφαιρας και μάλιστα κατά το μεγαλύτερο μέρος του (πάνω από 75 %) από τους υδρατμούς είτε ως τέτοιοι είτε συμπυκνωμένοι ως σύννεφα. Τα υπόλοιπα αέρια της ατμόσφαιρας όπως το διοξείδιο και το μεθάνιο συμμετέχουν στο να συντηρείται το θερμοκήπιο σε ποσοστά της τάξεως του 25%. Αυτό το 25% όμως δεν είναι όλο εξ’ αιτίας της καύσης των ορυκτών καυσίμων. Στην πραγματικότητα το 24% οφείλεται στην ίδια τη φύση λόγω της αναπνοής και της αποσύνθεσης των φυτικών και ζωικών οργανισμών και μόνο το 1% από τις βιομηχανικές και καταναλωτικές δραστηριότητες του ανθρώπου. Ολοι οι οργανισμοί και ιδιαίτερα τα ζώα (συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου) με κάθε αναπνοή εισπνέουν αέρα με 0,04% διοξείδιο και εκπνέουν αέρα με 4% διοξείδιο. Μπορούμε σοβαρά να ισχυριστούμε ότι αυτό το 1% συμμετοχής του διοξειδίου του άνθρακα που προέρχεται από την καύση ορυκτών καυσίμων έχει εκτιναχθεί σε καταστροφικά επίπεδα επειδή από 0,02% που ήταν η προβιομηχανική του περιεκτικότητα στην ατμόσφαιρα σήμερα έφτασε το 0,04%; Κάτι δεν πάει καλά εδώ σχετικά με τη δαιμονοποίηση του διοξειδίου ως παράγοντα υπερθέρμανσης.
Ολα τα παραπάνω σχετικά με το διοξείδιο του άνθρακα δεν εξαντλούν το θέμα περί αυτού αλλά αποτελούν απλώς μια γενική γνωριμία για το ρόλο που επιτελεί στην ατμόσφαιρα, στη βιόσφαιρα και στο κλίμα της Γης. Υπάρχουν χιλιάδες μελέτες επ’ αυτού και ερμηνείες επιστημονικές και ημιεπιστημονικές που εντάσσονται στην κλιματολογία στις οποίες δεν φιλοδοξώ να υπεισέλθω με το παρόν. Αλλωστε θα ήταν εξαντλητικό και για τους αναγνώστες να παρουσιάσουμε περαιτέρω το θέμα είτε από την άποψη των υπερθερμαστών, είτε από την άποψη των σκεπτικιστών χρησιμοποιώντας όποια επιστημονικά τεκμήρια (και υπάρχουν πολλά τέτοια) επιστρατεύει η κάθε πλευρά. Με το παρόν άρθρο επιχειρείται η τοποθέτηση στη σωστή θέση των επιστημονικών δεδομένων για να αποφευχθούν υπεραπλουστευμένες και προκατειλημμένες θέσεις και προδιαθέσεις βασισμένες σε κλισέ αντιλήψεων που συμβαδίζουν περισσότερο με το θυμικό παρά με τη λογική.
Τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία της σύγχρονης εποχής είναι τα εξής δύο. 1ον. Τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχουν όντως αυξηθεί από 0,032% στην αρχή της 10ετίας του ’60 σε 0,04% σήμερα. 2ον. Η μέση θερμοκρασία για το ίδιο διάστημα παρόλο που αυξήθηκε κατά 0,3 βαθμούς Κελσίου δεν φαίνεται να συμβαδίζει (με όλες τις διακυμάνσεις της) ξεκάθαρα με την αύξηση του διοξειδίου. Το αν αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ή έστω προειδοποιούν για επερχόμενη καταστροφική κλιματική αλλαγή είναι το διακύβευμα που έχει διχάσει την επιστημονική κοινότητα.
Δεν θα επιχειρήσω να αναλύσω, αν και τα έχω μελετήσει, τα μοντέλα που ασχολούνται με τις επιπτώσεις της αύξησης του διοξειδίου στη θερμοκρασία των ωκεανών, στη διατάραξη των ωκεάνιων ρευμάτων, στο λιώσιμο των πολικών πάγων, στην αύξηση της στάθμης, στην οξίνιση των ωκεάνιων νερών, στην εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων (τυφώνες, κυκλώνες, ξηρασίες, πλημμύρες), την ερημοποίηση και τα σχετικά. Για όλα αυτά υπάρχουν τόσες ερμηνείες και μετρήσεις που περισσότερο η απάντηση εξαρτάται από το πως θέτεις το ερώτημα παρά από το ίδιο το καθαρό ερώτημα. Για παράδειγμα αναφέρω μόνο ότι σήμερα στην οπτικοακουστική ηλεκτρονική εποχή μας η κοινή γνώμη (ιδιαίτερα στις Η.Π.Α.) εντυπωσιάζεται και φοβάται από τις δραματικές εικόνες και βίντεο των καταστροφών από κυκλώνες και τυφώνες και νομίζει ότι έφτασε το τέλος του κόσμου, ενώ με ψύχραιμη ανάλυση των στατιστικών στοιχείων της τελευταίας 100ετίας αποδεικνύεται ότι ούτε η ένταση ούτε και η συχνότητα αυτών των φαινομένων αυξήθηκε, το αντίθετο μάλιστα. Αλλωστε ουδείς από τους πρόσφατους τυφώνες συγκρίνεται με τον τρομερό τυφώνα Galveston του 1900.
Η Γη το έχει αποδείξει κατά το ασύλληπτο διάστημα των γεωλογικών αιώνων της ότι μεταβάλλεται δραματικά και βίαια και πάντοτε αυτορυθμίζεται και ισορροπεί και ξανά το ίδιο. Μια και μόνο μία τρομερή έκρηξη ηφαιστείου όπως του Κρακατόα της Ινδονησίας το 1883 μπορεί να απελευθερώσει εκατομμύρια τόνους διοξειδίου και συνάμα να επηρεάσει το κλίμα με το νέφος που θα σκιάσει τον ήλιο για πολλά χρόνια. Η έκρηξη του Κρακατόα (13.000 φορές ισχυρότερη της ατομικής στη Χιροσίμα) μείωσε τη μέση παγκόσμια θερμοκρασία κατά 1,2 βαθμούς Κελσίου για ένα ολόκληρο έτος και επανήλθε στα φυσιολογικά μετά από 5 χρόνια, ενώ στο μεσοδιάστημα οι αλλαγές των καιρικών φαινομένων ακολουθούσαν ένα χαοτικό πρότυπο. Εκρήξεις ηφαιστείων συμβαίνουν φυσικά συνέχεια και μάλιστα και υποθαλασσίως εκεί όπου ο αριθμός των ηφαιστείων είναι μεγαλύτερος από αυτόν των επιγείων. Αν στη δράση των ηφαιστείων λάβουμε υπόψη και την επίδραση των ηλιακών κηλίδων και των κοσμικών ακτίνων όπως μας πληροφορούν οι επιστημονικές μελέτες και σε όλα αυτά προσθέσουμε και τις περιοδικές μεταβολές της κλίσης του άξονα της Γης με την ελαφρά αυξομείωση της απόστασης Γης-Ηλίου (κύκλοι Μιλάνκοβιτς γαρ) και οτιδήποτε άλλο πιθανώς ανακαλυφθεί κατά την αιώνια πορεία του πλανητικού μας συστήματος στην απεραντοσύνη του Γαλαξία, τότε πρέπει να προβληματιστούμε πολύ για το κατά πόσον το φαινόμενο του θερμοκηπίου αποτελεί τη μεγαλύτερη ανθρωπογενή απειλή για εμάς τους ανθρώπους.
Και εδώ ακριβώς έχει μεγίστη σημασία η νοητική σύλληψη και αποδοχή του ό,τι το ενδιαφέρον μας για τον πλανήτη σχετίζεται αποκλειστικώς με εμάς και μόνο μ’ εμάς. Αν δεν ενδιαφερόμαστε για το ευ ζειν της ανθρωπότητας είτε δεν έχουμε φιλοσοφήσει, είτε υποκρινόμαστε, είτε δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η επιβίωση του ανθρώπινου γένους και του πολιτισμού. Χωρίς εμάς ας μην ανησυχούμε, η φύση θα τα καταφέρνει ούτως ή άλλως να ισορροπεί ότι και να γίνει. Εμείς όμως θέλουμε να φέρνουμε τον πλανήτη στα μέτρα μας, να περιορίζουμε τη φύση και συνάμα να ανησυχούμε για τον περιορισμό της. “Ε” λοιπόν αυτό, δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω, παρά μόνο ως αφελές,. Δεν γίνεται να τα έχουμε όλα αν δεν μαζευτούμε ως ανθρωπότητα σε λογικά μεγέθη τόσο ως πληθυσμός όσο και ως καταναλωτισμός.
Και όσο και αν εθελοτυφλούμε ψάχνοντας μόνο για μεθόδους διαχείρισης των πηγών ενέργειας που τροφοδοτούν τον πολιτισμό, ενώ η ρίζα και αιτία του προβλήματος είναι ο υπερπληθυσμός του ανθρώπινου είδους, θα είμαστε καταδικασμένοι να αντιπαλεύουμε απεγνωσμένα ενάντια στη δίνη που δημιουργεί η υπερεκμετάλλευση των πηγών ενέργειας που ολοένα και αυξάνεται. Σήμερα (2019) ξεπεράσαμε ήδη τα 7 δισεκατομμύρια και η αυξητική τάση ιδιαίτερα στις λιγότερο ή ελάχιστα αναπτυγμένες χώρες (Πακιστάν, Ινδονησία, Τουρκία κ.λπ. μουσουλμανικές, Αφρικανικές, Βραζιλία, Μέξικο, Ινδία) καθώς και σε ορισμένες παραδοσιακώς γιγαντιαίες (Κίνα, Ρωσία) καλά κρατεί. Οι ανάγκες για θρέψη, νερό και ενέργεια όλων αυτών συνεχώς αυξάνονται καθώς μάλιστα διογκώνονται και οι καταναλωτικές τους συνήθειες που έρχονται να προστεθούν στις ήδη γιγαντωμένες καταναλώσεις των αναπτυγμένων χωρών. Οι τοπικές παραγωγές σε οποιοδήποτε πρότυπο οικολογικής διαχείρισης και αν ενταχθούν δεν μπορούν να ανακουφίσουν την παγκόσμια δίψα για πηγές ενέργειας και τροφής. Πολλές φτωχές χώρες που δυστυχώς είναι αυτές ακριβώς που βρίσκονται στη ζώνη της Γης όπου αναπτύσσονται τα δάση της βροχής δηλαδή τα τροπικά δάση (Αμαζονίου, Ινδονησίας, Αφρικής, Μαδαγασκάρης), αναγκάζονται για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε τρόφιμα και πρώτες ύλες να καταστρέφουν συνεχώς δασικές περιοχές συνεπικουρούμενες βεβαίως και από τις πιέσεις εκμετάλλευσης που δημιουργούν οι Δυτικές βιομηχανίες.
Ο παραπάνω φαύλος κύκλος δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με τιθάσευση του πληθυσμού βάσει επιστημονικών μεθόδων οικογενειακού προγραμματισμού των γεννήσεων. Επειδή όμως κάτι τέτοιο εύκολα διατυπώνεται ως πρόταση και στρατηγική βάσει Δυτικών προτύπων, αλλά πολύ δύσκολα εφαρμόζεται σε πληθυσμούς με εντελώς ιδιαίτερο πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης και ιδεολογικής αντίληψης όπως (και προεξαρχούσης) της Ισλαμικής κοινότητας, οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες για το πότε αυτές οι κοινωνίες θα ωριμάσουν εκσυγχρονιστικώς ώστε να πάψουν να διογκώνονται.
Οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας έτσι όπως προωθούνται από τη Δύση (ηλιακή, αιολική, γεωθερμική, βιομάζα, και οι γνωστές υδατοπτώσεις) είναι μια προοπτική θετική οπωσδήποτε αλλά δεν είναι η απόλυτη λύση. Και δεν είναι διότι δεν μπορούν από μόνες τους να καλύψουν παρά μόνο πολύ μικρό μέρος των ενεργειακών αναγκών μας, περιοριζόμενες σε απόδοση από την τοπική μεταβλητότητα των καιρικών συνθηκών, τις μεγάλες εκτάσεις που χρειάζεται να εγκατασταθούν αν είναι να παράγουν σοβαρά ποσά ηλεκτρικής ενέργειας και πάνω απ’ όλα από την αδυναμία τους να αντικαταστήσουν σε κάποιες χρήσεις το υγρό καύσιμο. Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από κάθε τύπο εναλλακτικής πηγής χρησιμοποιείται αποκλειστικώς για τις επίγειες ανάγκες ηλεκτροδότησης δηλαδή νοικοκυριά, επιχειρήσεις και βιομηχανίες, άντε να τροφοδοτεί και ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Ομως ο πολιτισμός μας έχει τρομερές ανάγκες σε αερομεταφορές, θαλάσσιες μεταφορές και οσονούπω διαστημικά ταξίδια και όλα τα απαραίτητα οχήματα για αυτές δεν μπορούν παρά να κινούνται με καύσιμα, ορυκτά καύσιμα (ή υδρογόνο όπως θα δούμε παρακάτω). Πως αλλιώς θα μπορούσε να κινηθεί ένα δεξαμενόπλοιο, ένα ποντοπόρο φορτηγό, ή ένα Jumbo Jet; με μπαταρίες μήπως; αστείος ισχυρισμός. Υπάρχουν βέβαια τα πυρηνοκίνητα αεροπλανοφόρα και υποβρύχια τα οποία εκμεταλλεύονται την πλούσια θερμική ενέργεια που παράγουν οι πυρηνικοί αντιδραστήρες τους αλλά αυτά αποτελούν σημεία ταμπού για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Με άλλα λόγια, αν είναι να καλυφθούν οι ηλεκτρικές ανάγκες (μόνο) π.χ. του Ηνωμένου Βασιλείου αποκλειστικώς από εναλλακτικές πηγές ενέργειας, τότε θα έπρεπε να καλυφθεί πλήρως με φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες μια έκταση ίση περίπου με την Ουαλία. Είναι αυτό εφικτό ή αποδεκτό; Φυσικά όχι. Αρα όσο και να βελτιωθούν οι αποδόσεις αυτών των συστημάτων δεν θα μπορέσουν να αποτελέσουν παρά μόνο ένα περιορισμένων δυνατοτήτων (και χρήσιμο το δίχως άλλο) σύστημα επικουρικής παροχής ενέργειας. Συνεπώς η εξάρτησή μας από καύσιμα είτε αυτά είναι ορυκτά (πετρελαιοειδή, λιγνίτης, κ.λπ.), είτε ξύλο, είτε βιομάζα θα είναι πάντοτε μεγάλες και μάλιστα (αν δεν τιθασευτεί ο πληθυσμός) διογκούμενες. Δηλαδή το να εκπέμπεται ανθρωπογενώς μεγάλη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα είναι κάτι που δεν αποφεύγεται και σίγουρα αν το περιορίσουμε στο μέτρο του δυνατού δεν είναι κακό, ανεξαρτήτως των ποικίλων θεωρήσεων της επιστημονικής κοινότητας για το ρόλο του στο κλίμα και τη βιόσφαιρα της Γης.
Εχοντας λοιπόν κατανοήσει την αναπόδραστη ανάγκη της ανθρωπότητας για καύσιμα και λαμβανομένου υπόψη της βέβαιας εξάντλησης των ορυκτών αποθεμάτων τους στον επόμενο αιώνα (ίσως και ενωρίτερα), προκύπτει αβίαστα το ερώτημα για το τι θα κάνουμε μετά την εξάντλησή τους. Θα χρειαστούμε καύσιμα και θα αναγκαστούμε να τα παράγουμε από φυτική βιομάζα. Η βιομάζα των φυτών και των φυκών παράγεται από ειδικές καλλιέργειες και κατόπιν ακολουθείται είτε ζύμωση της βιομάζας για να δώσει αλκοόλη, είτε μετεστεροποίηση των τριγλυκεριδίων της για να παράγονται υδρογονάνθρακες. Αμφότερα αλκοόλη και υδρογονάνθρακες αποτελούν τα βιοκαύσιμα και παρόλα τα προβλήματα στη βελτιστοποίηση της διαδικασίας παραγωγής των, αποτελούν ήδη μια πραγματικότητα που κάνει τα πρώτα της βήματα σε διάφορες αναπτυγμένες χώρες. Ιδιαίτερα μάλιστα τα βιοκαύσιμα από φύκη υπερτερούν από άποψη παραγωγικότητας των αντίστοιχων που παράγονται από φυτά για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν. Πάντως με την παραγωγή των βιοκαυσίμων διασκεδάζονται οι φόβοι των υπερθερμαστών περί υπερβολικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα καθώς η καύση των βιοκαυσίμων αποδίδει ισοδύναμη ποσότητα διοξειδίου με αυτή που απορρόφησαν από την ατμόσφαιρα οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί (φυτά και φύκη) που τα παρήγαγαν, δηλαδή μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών του διοξειδίου. Εχουμε εισέλθει ήδη στην εποχή των βιοκαυσίμων αλλά υπάρχει και σε αυτά (ιδιαίτερα στην περίπτωση των φυτών) κάποιο σοβαρό πρόβλημα που μπορεί να δυναμιτίσει την όλη καλή προοπτική. Το πρόβλημα αυτό ονομάζεται διαθέσιμη έκταση για τις τεράστιες καλλιέργειες που απαιτούνται για να παράγεται η τεραστίων ποσοτήτων απαιτούμενη φυτική βιομάζα. Δεν είναι δυνατόν ούτε επιτρεπτόν να δεσμεύονται τεράστιες εκτάσεις χρήσιμης γης για καλλιέργειες φυτών που θα δώσουν βιοκαύσιμα σε βάρος των καλλιεργειών που προορίζονται για να καλύψουν τις ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες σε τρόφιμα. Αυτό μόνο με δημιουργία νέων καλλιεργητικών εκτάσεων θα μπορούσε να επιλυθεί, δηλαδή με εκχέρσωση δασών πράγμα απαράδεκτο και καταστροφικό. Να γιατί η επιστημονική κοινότητα έχει στραφεί στην έρευνα για την καλλιέργεια φυκών (στο νερό φυσικά και ιδιαίτερα στο θαλασσινό) προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της σε βιοκαύσιμα. Η θάλασσα είναι ένα απέραντο “χωράφι” προς καλλιέργεια, δεν ανταγωνίζεται την ξηρά και μάλιστα οι φυκοκαλλιέργειες είναι απόλυτα φιλικές προς το περιβάλλον (απορροφούν διοξείδιο, παράγουν οξυγόνο) και δεν συγκρίνονται με τις ιχθυοκαλλιέργειες στον τομέα αυτό (για να μην παρεξηγηθώ μιλώ για τις καταχρηστικές ιχθυοκαλλιέργειες). Η Ελλάδα μάλιστα λόγω των ιδανικών κλιματολογικών και γεωγραφικών χαρακτηριστικών της αν θέλει κάπου να επενδύσει ερευνητικώς με απόλυτη επιτυχία αυτό είναι η ίδρυση ενός μεγάλου φυκολογικού ινστιτούτου το οποίο κατά τη γνώμη μου πρέπει να δημιουργηθεί στον πλεονεκτικότερο από άποψη νερών νομό της Ελλάδας, αυτόν της Αιτωλοακαρνανίας.
Αφησα τελευταίο το σπουδαιότερο ίσως καύσιμο του μέλλοντος το υδρογόνο (Η2) η καύση του οποίου δεν παράγει παρά υδρατμούς. Το πολύ εκρηκτικό όμως υδρογόνο χρειάζεται εντελώς νέα διαμόρφωση κινητήρων (σήμερα χρησιμοποιείται μόνο ως καύσιμο πυραύλων) αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιστήμη θα ξεπεράσει μελλοντικώς αυτό το εμπόδιο. Ομως το εμπόδιο που δεν επιτρέπει από σήμερα το υδρογόνο να μπει στη ζωή μας ως το απόλυτα φιλικό καύσιμο, είναι απλούστατα το ότι δεν μπορούμε να το παράγουμε χωρίς να καταναλώσουμε ενέργεια. Και χρειάζεται πολύ ενέργεια για να παράγονται συνεχώς οι ποσότητες που χρειάζεται ο πλανήτης για να αντικαταστήσει τα ορυκτά καύσιμα (και το ξύλο). Ολη αυτή την ενέργεια για τα εργοστάσια παραγωγής υδρογόνου από την ηλεκτρόλυση του νερού από που θα την προμηθευτούμε; Από το ηλεκτρικό που παράγουν οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί; από τις ήπιες μορφές ενέργειας; Μα έτσι είναι σαν να κάνουμε μια τρύπα στο νερό. Πάλι το ενεργειακό ισοζύγιο και οι εκπομπές του διοξειδίου θα είναι εις βάρος των προσπαθειών μας να μειώσουμε τη χρήση των ορυκτών καυσίμων. Και μην ισχυριστεί κάποιος ότι θα χρησιμοποιήσουμε την ηλεκτρική ενέργεια από ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά ή υδατοπτώσεις διότι αυτή η ενέργεια προορίζεται για τις αστικο-βιομηχανικές χρήσεις και ούτε περισσεύει ούτε επαρκεί για άλλο σκοπό. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη πηγή παραγωγής υδρογόνου, βιολογική αυτή τη φορά και δεν είναι άλλη από το προαναφερθέντα φύκη. Υπάρχουν πολλά είδη φυκών (ευκαρυωτικά και κυανοβακτήρια) τα οποία φωτοσυνθέτοντας, μέσω κάποιων μεταβολικών διαδικασιών παράγουν ως υποπροϊόν υδρογόνο. Η επιστήμη έχει ξανοιχτεί και σε αυτό το πεδίο αλλά είμαστε ακόμα μακριά από κάποια πρακτική μέθοδο φυκο-υδρογονικής παραγωγής. Ετσι λοιπόν το πρόβλημα της παραγωγής υδρογόνου καθίσταται πρόβλημα του πως θα παράγουμε την ηλεκτρική ενέργεια που χρειάζεται για τα εργοστάσια υδρογονο-παραγωγής. Η λύση φυσικά είναι γνωστή, μορφοποιημένη παντού στον κόσμο σε μεγάλες μονάδες παραγωγής ενέργειας, άφθονης ενέργειας χωρίς καύση ορυκτών καυσίμων και δεν είναι άλλη από την πυρηνική. Πως όμως να γίνει αποδεκτό αυτό όταν και μόνο η εκστόμιση της λέξης “πυρηνική” προκαλεί εκδηλώσεις φρικίασης και αποστροφής; Το θυμικό στην περίπτωση αυτή τροφοδοτούμενο από τη διογκωμένη φιλολογία περί Τσερνόμπιλ και Φουκουσίμα δεν επιτρέπει την ψύχραιμη θεώρηση, κι ας γνωρίζουν οι ειδικοί ότι μόνο η πυρηνική αποτελεί την πλέον αξιόπιστη και καθαρή ενεργειακή λύση για το μέλλον. Αν σταματήσουμε να θεωρούμε τα πυρηνικά ατυχήματα ως τον κανόνα (που δεν είναι άλλωστε), αν λάβουμε υπόψη το πόσο εξελιγμένα σχεδιάζονται πλέον τα συστήματα ασφαλείας (διδασκόμενοι και από τα λάθη), αν καταλάβουμε ότι τα πυρηνικά απόβλητα συνεχώς βελτιώνονται ως προς τον όγκο τους και ότι θάβονται βαθιά στη Γη κάτω από τον υδροφόρο ορίζοντα, αν καταλάβουμε την τεράστια ποσότητα ενέργειας που δίδει η πυρηνική σχάση τότε ίσως καταλάβουμε ότι το ρίσκο για τη λειτουργία των πυρηνικών σταθμών είναι πολύ μικρότερο από τα χιλιάδες ατυχήματα που συμβαίνουν συνεχώς εξαιτίας κάθε είδους μηχανικού συστήματος του πολιτισμού μας.
Ολα λοιπόν σταθμίζονται από την ανθρωποκεντρική σκοπιά και τον πλανήτη μας τον θέλουμε κατοικήσιμο και λειτουργικό για εμάς. Εχουμε φθάσει σε τέτοιο βαθμό κατάληψης της επιφάνειας της Γης που είναι φυσικό να μας ανησυχεί η πιθανή άνοδος της στάθμης της θάλασσας (αν λιώσουν τελικά όλοι οι πάγοι της Γροιλανδίας και του Β. πόλου, διότι στην Ανταρκτική δεν παρατηρείται μείωση) και η κατάκλυση των παράκτιων πόλεων. Αν δεν ήμασταν τόσοι πολλοί αυτό δεν θα ήταν τόσο εφιαλτικό. Μας ανησυχεί η υφαλμυροποίηση των υπόγειων υδάτων από την υπεράντληση της γεωργίας και παρόλο που μπορεί να εφαρμοστεί η στάγδην άρδευση εμείς “αγρόν αγοράζουμε”. Μας τρομοκρατούν τα πλημμυρικά φαινόμενα και η παράσυρση του γόνιμου εδάφους και αφοριστικά αποδίδουμε τη διάβρωση στα “τρελά” καιρικά φαινόμενα εξαιτίας του “θερμοκηπίου” ενώ αιτία του κακού είναι η αποψίλωση των δασών είτε στις φτωχές χώρες (για ξυλεία και γεωργία μια και δεν έχουν που αλλού να στραφούν), είτε στις πολιτισμένες (όπως η Ελλάδα) προκειμένου να χτιστούν βίλλες μέσ’ τη φύση.
Τα μεγάλα προβλήματα του πλανήτη είναι η υπεραλίευση που εξαντλεί μέχρι εξαφάνισης τα αλιεύματα, η ρύπανση των θαλασσών από πλαστικά και τοξικά, η εσκεμμένη καταστροφή των δασών, η ερημοποίηση των βοσκοτόπων λόγω κακών πρακτικών και η επέκταση των πόλεων κατά πλάτος ενώ μόνο καθ’ ύψος μπορεί να γίνει. Και όλα αυτά εξαιτίας του υπερπληθυσμού. Αφήνοντας κατά μέρος τα εγγενή προβλήματα της επιθετικότητας της ανθρώπινης φύσης που προκαλούν τους πολέμους και την τρομοκρατία-αναρχία, η μόνη σταθερή και αξιόπιστη ελπίδα είναι η επιστήμη. Μέσω αυτής θα δρομολογηθούν οι λύσεις στα όποια προβλήματα. Ομως επιστήμη τίμια χωρίς παραμορφώσεις από τους λαϊκιστές δημοσιολόγους που την επηρεάζουν. Η επιστήμη προσφέρει τα εργαλεία για να τα χρησιμοποιήσουν οι ηγέτες. Χρειαζόμαστε τα ψάρια των θαλασσών, η υπεραλίευση πρέπει να σταματήσει. Χρειαζόμαστε τα δάση, τη βιοποικιλότητα που περιέχουν, η καταστροφή τους πρέπει να ανακοπεί. Χρειαζόμαστε το γλυκό νερό, η σπατάλη του πρέπει να σταματήσει. Χρειαζόμαστε καθαρές θάλασσες, η ρύπανση πρέπει να σταματήσει. Χρειαζόμαστε το γόνιμο έδαφος η κακή γεωργία και κτηνοτροφία πρέπει να σταματήσουν. Είναι τόσα πολλά που έχουμε εδώ και τώρα να διορθώσουμε που λίγο παραπάνω διοξείδιο στην ατμόσφαιρα, λίγο παραπάνω θερμότητα στη Γη δεν θα φέρει την καταστροφή, απεναντίας μάλιστα (και ας χαρακτηριστώ και αιρετικός) θα ενισχύσει τη φυτική παραγωγή, το πρασίνισμα του πλανήτη, αρκεί να αφήσουμε τα φυτά να αναπτυχθούν. Ισως πάλι η υποτιθέμενη υπερθέρμανση να είναι και μια ελπίδα για τον μετριασμό των επιπτώσεων της επερχόμενης στο μακρινό μέλλον νέας εποχής των παγετώνων. Ομως καμιά από τις παραπάνω δράσεις εξυγίανσης και εξορθολογισμού του πολιτισμού μας δεν έχει σοβαρές ελπίδες επιτυχίας αν δεν τιθασευτεί η αύξηση του πληθυσμού της Γης. Οι σκοταδιστικές και θρησκόληπτες κοινωνίες αν δεν αλλάξουν θα νεκρώνουν ως γάγγραινα τα υπόλοιπα μέλη της ανθρωπότητας που θα προσπαθούν να διορθώνουν τα τεχνολογικά τους λάθη.
Γιώργος Χώτος, Ιανουάριος 2019